Μία νησίδα φωτός στη σκοτεινιά του σχολικού φορμαλισμού
09/12/2021Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την επικοινωνιακή προβολή των νέων αναλυτικών προγραμμάτων αλλά και τους σχεδιασμούς για τη συγγραφή των νέων σχολικών εγχειριδίων όπου διαπιστώνεται ότι οι κοινωνικές επιστήμες απομακρύνονται, εκτός της γενικότερης και σε αρκετές περιπτώσεις τεκμηριωμένης κριτικής που ασκείται, διαισθάνομαι πως οι περισσότεροι νιώθουμε –είτε το εκφράζουμε είτε όχι– ότι, για μια φορά ακόμα, τίποτα δεν πρόκειται να βελτιωθεί στο ελληνικό σχολείο.
Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της απολύτως ισχνής “μεταρρυθμιστικής” μετάβασης στα νέα αναλυτικά προγράμματα και εγχειρίδια, αναδύεται εκ νέου μια έντονη κινητικότητα γύρω από το αίτημα αναθεώρησης της πολιτικής απόφασης που ατεκμηρίωτα επέβαλε την υποβάθμιση των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με αποκορύφωμα την απομάκρυνση της Κοινωνιολογίας.
Την ίδια στιγμή, παρά τα ισχυρά και σοβαρά επιχειρήματα που έχουν κατατεθεί στη δημόσια σφαίρα, το υπουργείο επιδεικνύει μια αδικαιολόγητη αδιαλλαξία στο να αναθεωρήσει μια πολιτική απόφαση που καταφανώς γυρίζει την εκπαίδευση δεκαετίες πίσω, προκαλώντας απογοήτευση σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη που βλέπει να εξανεμίζεται και το τελευταίο ίχνος κριτικής, αναλυτικής και ερμηνευτικής σκέψης στο ελληνικό σχολείο.
Ρευστός κόσμος
Είναι αδιανόητο για Ευρωπαϊκή χώρα να απομακρύνει τη συστηματική καλλιέργεια της κοινωνικής και πολιτικής σκέψης από το σχολικό εκπαιδευτικό σύστημα, αφήνοντας στην τύχη τους, κυριολεκτικά, κρίσιμα ζητήματα όπως η ισότητα, η κοινωνικοποίηση, η συμμετοχή στους κοινωνικούς θεσμούς, η κοινωνική ένταξη, οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί, η θεσμική οργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αποξένωση, η ανομία, η παρέκκλιση, η βία, η εγκληματικότητα κ.α
Τα γνωστικά αντικείμενα των κοινωνικών επιστημών εκτός του ότι συγκροτούν διακριτές και δυναμικές “πειθαρχίες” παρέχουν ισχυρά και σύγχρονα διανοητικά εργαλεία προσέγγισης, ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων συμβάλλοντας με ορθολογικό και αναστοχαστικό τρόπο στην κατανόηση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού μας περιβάλλοντος.
Παράλληλα εφοδιάζουν τους νέους με ισχυρά γνωσιολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, συνδέοντας τη σκέψη και την κοινωνική τους δράση με όλες τις προκλήσεις και τα μεγάλα διακυβεύματα ενός εξαιρετικά ρευστού, αβέβαιου, αντιφατικού και ταχύτατα μετασχηματιζόμενου κόσμου.
Κοινωνικές επιστήμες
Ειδικότερα, η παιδαγωγικά ατεκμηρίωτη και εν τέλει οπισθοδρομική απόφαση του υπουργείου να απομακρύνει την Κοινωνιολογία από τη μέση εκπαίδευση είναι προφανές πως συνιστά μέγιστο πολιτικό λάθος που πλήττει ευθέως τον εκσυγχρονισμό, τον εκδημοκρατισμό και εν τέλει τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος επαναφέροντας “όψεις υπανάπτυξης” στο προσκήνιο της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Δυστυχώς πίσω από τη συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε η ιδεοληπτική στάση του υπουργείου απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, ούτε η πολιτική εμμονή σε ένα τύπο σχολείου που, παρά τα “διαθρυλούμενα περί του αντιθέτου”, μοιάζει να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο φορμαλισμό των εξετάσεων, στην εργαλειακή αντιμετώπιση της γνώσης, στη συνειδητή αποδυνάμωση της κριτικής και διαλεκτικής σκέψης.
Αναρωτιόμαστε λοιπόν με ποια παιδαγωγικά μέσα οι μαθητές μας θα εσωτερικεύσουν βασικές έννοιες και αξίες που θεμελιώνουν τη δημοκρατία, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή; Πώς θα καλλιεργήσουν θετικές στάσεις και αντιλήψεις για την ιδιότητα του πολίτη, το ρόλο των “κοινωνικών συμβολαίων”, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη; Πώς θα αναπτύξουν υγιείς πρακτικές απέναντι στη βία, στο ρατσισμό, στο δογματισμό, στον ανορθολογισμό, στις κοινωνικές διακρίσεις;
Εμβάθυνση του “μορφωτικού κεφαλαίου”
Αν λάβουμε υπόψη μας τις ιδιόμορφες συνθήκες που η πανδημία διαμόρφωσε, εκτός των άλλων, κατάφερε και ένα σημαντικό πλήγμα στις συνθήκες και στους όρους της κοινωνικής μας ζωής, απορρυθμίζοντας πολλά στοιχεία από τις βεβαιότητες και τις σταθερές της καθημερινότητάς μας.
Με αφορμή λοιπόν και τη συγκυρία, οι κρατούντες θα όφειλαν να αντιλαμβάνονται το νευραλγικό παιδαγωγικό ρόλο που οι κοινωνικές επιστήμες διαδραματίζουν –ιδίως σε εποχές κρίσης– αφού λόγω της θεματολογίας, της μεθοδολογίας και του περιεχομένου τους δύνανται να συμβάλουν αποφασιστικά στη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συνείδησης, στη διαμόρφωση συλλογικών αξιών, στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης, στην ανάπτυξη της ατομικής και συλλογικής ενσυναίσθησης απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα τα οποία μας αφορούν όλους.
Ας αναρωτηθούμε όμως ανοικτά: μήπως η συνειδητή απαξίωση των προαναφερθέντων, συνδέεται ευθέως με τον ιδεολογικό πυρήνα της πολιτικής που ασκεί το υπουργείο; Επειδή η απάντηση είναι καταφανώς αυτονόητη επαναλαμβάνουμε για μια φορά το επίσης αυτονόητο: η διδασκαλία της Κοινωνιολογίας και η ουσιαστική ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών στο ελληνικό σχολείο, θεωρούνται απολύτως επιβεβλημένες λόγω του ότι δύνανται να συμβάλουν αποφασιστικά στη διεύρυνση και την εμβάθυνση του “μορφωτικού κεφαλαίου” των μαθητών μας!
Το στοιχείο αυτό, παρόλο που από μόνο του δεν αρκεί για να αλλάξει ριζικά η φυσιογνωμία και το περιεχόμενο του σχολείου, τουλάχιστον, αποτελεί μία “νησίδα φωτός” μέσα στη σκοτεινιά του φορμαλισμού και αυτό θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ενισχύοντας όχι μόνο τις κοινωνικές επιστήμες αλλά και τις τέχνες, την αισθητική αγωγή όπως και κάθε άλλο δημιουργικό εγχείρημα που δύναται να αναπτύξει τη συναισθηματική νοημοσύνη και το διανοητικό εύρος των μαθητών μας.
Οποιαδήποτε άλλη ευκαιριακή επιλογή η οποία εδράζεται είτε στην ψευδεπίγραφη εισαγωγή “υβριδικών” μαθημάτων με δήθεν “κοινωνικό” πρόσημο, είτε στην εισαγωγή εργαστηρίων με γενικόλογες δεξιότητες “κοινωνικού” και “πολιτισμικού” περιεχομένου, εκτός του ότι υποδαυλίζει συνειδητά την υπανάπτυξη του ελληνικού σχολείου θα επιβεβαιώνει διαρκώς την οίηση μιας ακόμα “μεταρρυθμιστικής” αστοχίας σε βάρος, πρωτίστως, των μαθητών μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το αύριο του τόπου.