Δίκη Ζακ Κωστόπουλου: Ιδεολογικό πρόσημο και στους νεκρούς!
03/05/2022Ο κύκλος που άνοιξε με τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου εκείνο τον Σεπτέμβριο του 2018 στην περιοχή της Ομόνοιας έκλεισε. Ο κατηγορούμενος κοσμηματοπώλης και ο παρευρισκόμενος μεσίτης, που είχε σπεύσει να τον βοηθήσει, καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια κάθειρξη χωρίς αναστολή, ενώ οι τέσσερις κατηγορούμενοι αστυνομικοί αθωώθηκαν.
Υπενθυμίζω ότι το θύμα εισήλθε στο κοσμηματοπωλείο, στο οποίο δεν ήταν μέσα ο ιδιοκτήτης και εγκλωβίσθηκε από τον αυτόματο μηχανισμό κλειδώματος της πόρτας. Τότε πήρε ένα πυροσβεστήρα κι αφού δεν μπόρεσε να σπάσει την πόρτα, έσπασε τη βιτρίνα και βγήκε έξω, κρατώντας ένα κομμάτι γυαλί κι απειλώντας όσους τον πλησίαζαν. Ο Ζακ Κωστόπουλος εξουδετερώθηκε και πεσμένος στο έδαφος δέχθηκε κλωτσιές και από τους δύο πολίτες και από αστυνομικούς. Όπως αποδείχθηκε και τα χτυπήματα και προφανώς η ένταση του προκάλεσαν ισχαιμικό που τον σκότωσε.
Ένα μήνα αργότερα, Αλβανοί αστυνομικοί σκότωσαν στο Βουλιαράτι στη Βόρειο Ήπειρο τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, ο οποίος, όταν προκλήθηκε από Αλβανό αστυνομικό κατά τη διάρκεια της τελετής για την 28η Οκτωβρίου, πήγε σπίτι του πήρε ένα καλάσνικωφ και πυροβόλησε στον αέρα. Το αποτέλεσμα ήταν οι Αλβανοί αστυνομικοί, που δεν είχαν δεχθεί πυρά από αυτόν, τον σκότωσαν.
Οι θάνατοι του Ζακ Κωστόπουλου και του Κωνσταντίνου Κατσίφα –τόσο διαφορετικοί, αλλά και με κάποιους κοινούς παρονομαστές– επανέφεραν στην επιφάνεια ένα πρόβλημα, το οποίο συνεχώς οξύνεται. Πρόκειται για την ανάδυση ενός ιδεοληπτικού μίσους, το οποίο έχει φθάσει στο σημείο να βάζει ιδεολογικό πρόσημο και στους νεκρούς, ακυρώνοντας με ευκολία που τρομάζει αιώνιες ηθικές αξίες.
Δεν πρόκειται για ακραίες μειονότητες του περιθωρίου. Μια ματιά στα κοινωνικά δίκτυα εκείνη την εποχή δείχνει ότι το ιδεοληπτικό μίσος έχει προσλάβει διαστάσεις και αναβλύζει με μεγάλη ένταση. Προφανώς, όσοι με τέτοιου είδους αναρτήσεις διεκδικούν μερίδιο στη δημοσιότητα δεν ταυτίζονται με την κοινωνία. Παραμένουν μία μειονότητα, αλλά μολύνουν τη δημόσια σφαίρα. Και γι’ αυτό έχουν ευθύνες οι θεσμικοί παίκτες.
Ορόσημο η δολοφονία Καντάρη
Υπενθυμίζω δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2011 και τα οποία είχαν από τότε δείξει προς τα που διολισθαίνουμε. Στις 10 Μαΐου 2011, νωρίς το πρωί και ενώ πήγαινε να φέρει το αυτοκίνητό του για να μεταφέρει την ετοιμόγεννη σύζυγό του στο μαιευτήριο, ο Μανόλης Καντάρης σφαγιάσθηκε στο κέντρο της Αθήνας από δύο Αφγανούς και έναν Πακιστανό. Τον σκότωσαν για να του κλέψουν την κάμερα, με την οποία θα αποθανάτιζε το νεογέννητο. Το έγκλημα φορτίστηκε με τον βαθύ συμβολισμό που ανέμειξε τόσο δραματικά τον θάνατο με τη γέννηση.
Το περιστατικό υπενθύμισε ότι η Αθήνα είναι μια “διχοτομημένη” πόλη και ότι όσοι ακόμα κατοικούν στη “λάθος πλευρά” (κυρίως λαϊκές τάξεις που δεν έχουν εναλλακτική λύση) εκθέτουν την προσωπική τους ασφάλεια σε καθημερινό κίνδυνο. Ο φόνος ενός τριαντάχρονου στην Πάτρα από Αφγανούς έναν χρόνο αργότερα (2012) έδειξε ότι το θλιβερό προνόμιο δεν το έχει μόνο η πρωτεύουσα. Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι οι προβολείς της δημοσιότητας στρέφονται μόνο όταν έχουμε ακραία περιστατικά και όταν εξ αυτών προκαλούνται κοινωνικές αντιδράσεις.
Οι άρχουσες ελίτ είχαν γυρίσει την πλάτη στο πρόβλημα. Το ίδιο και τα ανώτερα αλλά και μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Ο εφιάλτης των γκετοποιημένων συνοικιών, άλλωστε, δεν ήταν δικό τους πρόβλημα. Στον δικό τους χώρο, η παράνομη μετανάστευση εμφανιζόταν με τη μορφή της φθηνής υπηρέτριας και του φθηνού κηπουρού, όχι με τη μορφή της εγκληματικής συμμορίας. Άκρατα ιδιοτελείς και κοντόθωρες, οι άρχουσες ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα δεν αντιλαμβάνονταν ότι η ανεξέλεγκτη μαζική παράνομη μετανάστευση λειτουργεί σαν καρκίνωμα που μεταλλάσσει τον κοινωνικό ιστό.
Δεύτερο σοκ
Το δεύτερο σοκ ήλθε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας από τη δολοφονία του Καντάρη, όταν ο διαδηλωτής Ιωάννης Καυκάς δέχθηκε πλήγματα από άνδρες των ΜΑΤ, τα οποία τον έστειλαν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ ζωής και θανάτου. Δύο δράματα σε δύο ημέρες. Η δόση ήταν πολύ μεγάλη. Ωστόσο, η σφαγή του 44 ετών Καντάρη από τρεις παράνομους μετανάστες και ο βαρύτατος τραυματισμός του 31 ετών Καυκά από τα ΜΑΤ μόνο τυχαία γεγονότα δεν ήταν. Τα κυοφόρησαν οι επικρατούσες εκείνη την εποχή συνθήκες και με αυτή την έννοια ήταν ζήτημα χρόνου να συμβούν.
Οι καθημερινές κλοπές, ληστείες, τραυματισμοί και ενίοτε βιασμοί στο κέντρο της Αθήνας δύσκολα έβρισκαν χώρο στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Ήταν, όμως, η αμείλικτη πραγματικότητα που προειδοποιούσε ηχηρά για το επερχόμενο φονικό. Εξίσου αναμενόμενο ήταν ότι η πρακτική αστυνομικών να χτυπούν με τα γκλομπ κεφάλια διαδηλωτών κάποτε θα επέφερε βαρύ τραυματισμό, ίσως και θάνατο. Το ότι ο Καυκάς τελικώς επέζησε ήταν ζήτημα τύχης.
Βιώθηκαν διαφορετικά
Το γεγονός ότι τα δύο δραματικά περιστατικά συνέβησαν με τόσο μικρή χρονική απόσταση ήταν μια σύμπτωση. Μια σύμπτωση, όμως, που συνδέει δύο όψεις βίας. Ήταν διπλή ακύρωση το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή που το κράτος δεν εγγυάται την ασφάλεια των πολιτών στην καρδιά της πρωτεύουσας, χρησιμοποιεί υπέρμετρη βία για να διαλύσει μια διαδήλωση, η οποία δεν είχε απειλήσει τη δημόσια τάξη.
Τα δύο εκείνα περιστατικά δεν βιώθηκαν με τον ίδιο τρόπο από το σύνολο της κοινωνίας. Είναι αλάνθαστη απόδειξη παρακμής του δημοκρατικού φρονήματος ότι δυναμικές μειονότητες φόρτισαν με ιδεολογικό πρόσημο τα δύο αυτά δραματικά γεγονότα. Η σφαγή του Καντάρη χαλούσε το ιδεολόγημα που αποθεώνει την πολυπολιτισμική κοινωνία, το οποίο –στο όνομα του αντιρατσισμού– αρνείται να δει τις επιπτώσεις της μαζικής παράνομης μετανάστευσης κυρίως στη ζωή των λαϊκών τάξεων.
Στον κορμό της Αριστεράς, αυτός ο θάνατος προκάλεσε αμηχανία, δεν την βόλευε, ήταν εκτός ιδεολογικών προδιαγραφών! Μην μπορώντας, όμως, να τον παρακάμψει, τον απέκοψε από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τον αντιμετώπισε σαν μεμονωμένο έγκλημα που θα μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει κάθε τέτοιο έγκλημα. Αντιθέτως, οι ακροδεξιοί εκμεταλλεύθηκαν την οργή που είχε προκαλέσει η σφαγή για να προωθήσουν τη ρατσιστική ατζέντα τους. Εκείνες τις ημέρες κυνηγούσαν και ξυλοκοπούσαν όποιον μετανάστη βρισκόταν μπροστά τους.
Το αντίστροφο ακριβώς συνέβη με την περίπτωση Καυκά. Στον χώρο της Αριστεράς, η συναισθηματική αντίδραση ήταν έντονη. Βίωσαν τον τραυματισμό του σαν δικαίωση των καταγγελιών για την κρατική καταστολή. Αντιθέτως, στον χώρο της Δεξιάς τον αντιμετώπισαν περίπου σαν παράπλευρη απώλεια! Εξέφρασαν τη λύπη τους, αλλά δεν έβαλαν τον τόνο εκεί.
Οι διαφορετικές οπτικές, ως παράγωγα διαφορετικών ιδεολογιών, είναι αναπόφευκτες σε μια δημοκρατική κοινωνία. Υπάρχει, όμως, ένα όριο. Κι αυτό το όριο έχει καταπατηθεί. Αδιάψευστη απόδειξη είναι ότι τότε τα δύο δραματικά περιστατικά είχαν χρησιμοποιηθεί ως αφορμή για δύο αντίπαλες συγκεντρώσεις και συγκρούσεις, λες και η σφαγή του Καντάρη ανταγωνιζόταν τον βαρύ τραυματισμό του Καυκά!
Κωστόπουλος και Κατσίφας
Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι επρόκειτο για εξαίρεση κι όχι για κανόνα. Την άποψη αυτή ήλθαν να την διαψεύσουν δύο άλλοι θάνατοι επτά χρόνια αργότερα, του Ζακ Κωστόπουλου και του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Τα περιστατικά είναι γνωστά και δραματικά. Υπάρχει, ωστόσο, μία διαφορά. Στην περίπτωση του Καντάρη, ακόμα και όσοι υποστηρίζουν την ανεξέλεγκτη μαζική παράνομη μετανάστευση δεν μπορούσαν να στραφούν εναντίον του θύματος. Το θύμα ήταν ένας απλός άνθρωπος, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο. Τόσο ο Κωστόπουλος όσο και ο Κατσίφας, όμως, είχαν. Γι’ αυτό και έγιναν και μετά θάνατο στόχοι.
Ο πρώτος ανήκε στην κοινότητα των ομοφυλόφιλων και είχε δημοσίως υποστηρίξει τα δικαιώματά τους, γεγονός που –παρά, αλλά και λόγω των συνθηκών του θανάτου του– τον κατέστησε σύμβολο για τους κάθε είδους δικαιωματιστές. Υπάρχει ημέρα αφιερωμένη σ’ αυτόν και πολλά ακόμα. Αντιθέτως, το γεγονός ότι μπήκε στο χρυσοχοείο και έπραξε όσα έπραξε, έδωσε σε πολλούς –όχι μόνο ακροδεξιούς ή υπερσυντηρητικούς– επιχείρημα για να παρακάμψουν τον βίαιο θάνατό του.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Κατσίφα. Το γεγονός ότι είχε λατρεία για την ελληνική σημαία, ότι διαπνεόταν από τον βορειοηπειρωτικό αλυτρωτισμό και επέλεξε να τα βάλει με την αλβανική αστυνομία, ουσιαστικά θυσιάζοντας τη ζωή του, τον κατέστησε για μία μερίδα Ελλήνων σύμβολο και ήρωα. Αντιθέτως, το γεγονός ότι πυροβόλησε στον αέρα, επιλέγοντας να μην σκοτώσει, τον κατέστησε σε μία άλλη μερίδα Ελλήνων ένα “ακροδεξιό εθνίκι”, το οποίο βρήκε το τέλος που του άξιζε. Η ίδια η ηγεσία της ελληνικής αστυνομίας είχε τότε σπεύσει με τη γνωστή διαρροή της μισής αλήθειας να στιγματίσει ηθικά το νεκρό Κατσίφα!
Το ιδεοληπτικό μίσος έχει παροξυνθεί σε βαθμό που –όπως ανέφερα στην αρχή– να βάζει ιδεολογικό πρόσημο και στους νεκρούς, ακυρώνοντας αιώνιες ηθικές αξίες, τον ίδιο τον σεβασμό που όλοι οι πολιτισμοί έδειχναν προς το νεκρό. Επιστροφή, λοιπόν, σε μία ρητορικού χαρακτήρα εμφυλιοπολεμική βαρβαρότητα στη χώρα, η οποία γέννησε την “Αντιγόνη”. Μία εμφυλιοπολεμική βαρβαρότητα, μάλιστα, η οποία καλλιεργείται σε μία πλασματική ιδεοληπτική βάση.
Όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, η οποία υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται οικονομική και κοινωνική καταστροφή μεγάλης κλίμακας. Σ’ αυτή τη χώρα, λοιπόν, αναδύεται δυναμικά το ιδεοληπτικό μίσος, επικαλύπτοντας ουσιαστικά με ένα νέο διχασμό το πραγματικό πρόβλημά της. Αλλά κι αν μείνουμε στενά στα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτά δεν φτιάχτηκαν μόνο για κάποιους πολίτες, οφείλουν να αγκαλιάζουν όλους, γιατί δεν ζυγίζει περισσότερο ή λιγότερο η ζωή ενός ακτιβιστή ομοφυλόφιλου από εκείνη ενός ακτιβιστή εθνικιστή.