ΑΝΑΛΥΣΗ

Quo vadis Ευρώπη – Θεσμοκρατία και θεσμοκρατορία

Quo vadis Ευρώπη – Θεσμοκρατία και θεσμοκρατορία, Γιώργος Βοσκόπουλος
EPA/CLEMENS BILAN

Περιμένοντας τα αποτελέσματα από τις ευρωκάλπες είναι χρήσιμο να επιχειρήσουμε μια σύντομη αποτίμηση της ευρωπαϊκής πορείας. Αυτό είναι απαραίτητο για σειρά από λόγους που αφορούν τις σχέσεις πολιτικών ελίτ και λαών. Η σχέση αυτή έχει κλονιστεί από επιλογές που διευρύνουν το χάσμα μεταξύ τους. Αν επαληθευθούν οι δημοσκοπικές τάσεις, η ιδεολογικοπολιτική γεωγραφία στην Ευρώπη (Ευρωκοινοβούλιο) θα συνιστά οβιδιακή μεταστροφή.

Η Ευρώπη ως “διττή ένωση λαών και κρατών” λειτούργησε επί μακρόν ως μία υπερβατική ιδεαλιστική ουτοπία που υπερκέραζε θέσφατα της διεθνοπολιτικής οργάνωσης. Ισχυρά και λιγότερο ισχυρά κράτη συνεργάστηκαν εντός ενός –μεταβαλλόμενου από τις εκάστοτε Συνθήκες– θεσμικού πλαισίου που όντως προσέδιδε στα μικρότερα κράτη προστιθέμενη διαπραγματευτική αξία. Η έννοια της “κανονιστικής δύναμης” ήταν εννοιολογική αποτύπωση μίας ουτοπικής για πολλούς προσπάθειας που διαμορφωνόταν σε περιορισμένο κενό εθνικών συμφερόντων, που εξέφραζαν ομάδες πίεσης εντός της ΕΕ.

Ωστόσο, τη διεθνοπολιτική πραγματικότητα χαρακτηρίζει η αμείλικτη οντολογία της ισχύος, κάτι που μετά την κρίση του 2005 άρχισε να διαφαίνεται όλο και περισσότερο. Έκτοτε η Ευρώπη βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία αμφισβήτησης, η οποία άρχισε να εκδηλώνεται αρχικά στους εσωτερικούς πολιτικούς μικρόκοσμους των κρατών-μελών. Το δικαιικό-κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης έχει πληγεί καίρια τα τελευταία χρόνια.

Παράδειγμα η μη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν τη συμφωνία με τη Pfizer (το γνωστό Pfizergate). Η Von der Leyen δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αιτήματα της Ευρωπαίας διαμεσολαβήτριας για παροχή στοιχείων. Δήλωσε ότι τα email με τον επικεφαλής της εταιρείας χάθηκαν οπότε δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες για τις σχετικές διαπραγματεύσεις. Η συζήτηση για το ζήτημα στο Ευρωκοινοβούλιο έγινε κεκλεισμένων των θυρών, σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας, πρωτοφανές διαδικαστικό γεγονός στην μακρόχρονη πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Θεσμοκρατία και θεσμοκρατορία

Επί σειρά ετών επισημαίνεται ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα πρέπει εκ νέου να προσδιοριστεί, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στα όρια της θεσμοκρατίας και της θεσμοκρατορίας. Η δεύτερη λειτουργεί σε βάρος της ενδοκρατικής τάξης πραγμάτων και υποκαθιστά το απόλυτα νομιμοποιημένο πλαίσιο λειτουργίας του εθνικού κράτους. Η δημιουργία της ΕΟΚ/ΕΕ δεν στόχευε στην υποκατάσταση του εθνικού κράτους, αλλά στη δημιουργία μίας συμπληρωματικής επίστρωσης εξουσιαστικής δομής που θα κάλυπτε δικαιικής-κανονιστικής υφής αδυναμίες.

Πρόβλημα σήμερα προκύπτει από την ιδεολογική απομάκρυνση των ηγετικών ομάδων από έννοιες-κλειδιά που προσδιορίζουν με διακριτό τρόπο τις σχέσεις ελίτ και λαών. Για παράδειγμα η προώθηση αντιλήψεων που θέλουν την έννοια της εθνικής ταυτότητας ξεπερασμένη, δημιουργεί καταστατικές διαφορές μεταξύ ελίτ και λαών. Αυτό εξωθεί ψηφοφόρους σε κόμματα που στηρίζουν την εθνική ταυτότητα, την εθνική συνείδηση και ευρύτερα τις ψυχολογικές παραμέτρους που συνδέουν ένα λαό με την πατρίδα του. Η παραπάνω αποστασιοποίηση των ηγεσιών τις καθιστά (έστω και υποδόρια) φυγόκεντρες δυνάμεις εντός των κοινωνικών, ταυτοτικών και πολιτικών μικρόκοσμων, εντός των οποίων λειτουργούν. Αυτό καθώς στοχοποιούν συνειδητά πλέον τμήματα της κοινωνίας που δεν αποδέχονται την επί της ουσίας δράση των ηγετών ως μία ιδιόμορφη διεθνιστική-υπερεθνική ελίτ.

Η χρήση των όρων “Ακροδεξιά” και “λαϊκισμός” χρησιμοποιούνται ως μέσα απονομιμοποίησης του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, ενώ κοινωνικά αιτήματα αφορίζονται ως δήθεν λαϊκιστικός λόγος. Η διαδικασία αυτή δεν είναι πάντα εμφανής, καθώς ΜΜΕ και διαμορφωτές κοινής γνώμης λειτουργούν σαν πολιορκητικοί κριοί εναντίον “ξεπερασμένων” εθνοκρατικών αντιλήψεων. Πρόκειται για μία κοσμογονία που απονομιμοποιεί μέρος των κυρίαρχων ελίτ και στρέφει πολλούς σε κόμματα με ακραίες αντιλήψεις ή απλά φορείς που στηρίζουν την παραδοσιακή αντίληψη περί εθνικού κράτους.

Η χρήση του όρου “εθνικισμός” πλέον γίνεται με όρους ερμηνευτικής αυθαιρεσίας, προκειμένου να εξυπηρετήσει ιδεολογικούς στόχους. Στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος προσεγγίζεται με διαφορετικούς τρόπους και ως εκ τούτου μπορεί ως σημαίνον να παραπέμπει σε διαφορετικά σημαινόμενα. Η στήριξη της εθνοκρατικής τάξης πραγμάτων δεν συνιστά έκφραση επιθετικού εθνικισμού. Η ρητορική όσων στην Ευρώπη επιμένουν στην απόρριψη του “εθνικού” δημιουργεί τάσεις πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης. Οι αιτιάσεις τους είναι παράλογες και κοινωνικά καταστροφικές. Επιπλέον δεν παρέχουν οντολογικά τεκμηριωμένες αιτιάσεις για τη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου κοινωνικού και πολιτικού παίγνιου μηδενικού αθροίσματος ανάμεσα σε ηγεσίες και λαούς.

Η ιδιωτικοποίηση του κράτους

Η δράση των παγκόσμιων οικονομικών ελίτ διαβρώνει σταθερά την ικανότητα του κράτους να προασπιστεί ζωτικό κοινωνικό και οικονομικό για τους πολίτες χώρο. Όπως είχα επισημάνει, έχουμε εισέλθει στη δημιουργία του κράτους κυβερνώντων. Αυτό οδηγεί σε επιλογές που δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά απρόσωπα παγκοσμιοποιημένα οικονομικά συμφέροντα. Στην ΕΕ η τεχνοκρατική παρέμβαση της Κομισιόν δεν εξασφαλίζει πλέον ένα διευρυμένο αποτύπωμα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Για παράδειγμα ο στόχος μείωσης της ανεργίας γίνεται με όρους ανακατανομής πλούτου και επανα-οριοθέτησης της φτώχειας. Τη δεκαετία του 2000, Αμερικανός οικονομολόγος είχε επισημάνει ότι το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα παράγει λιγότερους άνεργους αλλά περισσότερους φτωχούς. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική μίας υποδόριας διαδικασίας επανα-πτωχοποίησης των πολιτών.

Οι παρούσες επιλογές των παγκόσμιων ελίτ δεν αποτελούν αερόλιθο εξ ουρανού. Ήδη από τη δεκαετία του 2000 ο William Pfaff υποστήριξε ότι «το καπιταλιστικό μοντέλο, το οποίο υπαγόρευσε την απορρύθμιση της βιομηχανίας και τις ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων [αρχής γενομένης τη δεκαετία του 1970], αλλά και την παγκοσμιοποίηση των διεθνών αγορών τη δεκαετία του 1990, προέκυψε ως αποτέλεσμα αυτόβουλων πολιτικών αποφάσεων και ιδεολογικών επιλογών που κάθε άλλο παρά αναπόφευκτες ήταν». Υπάρχουν σοβαρές [τουλάχιστον] ενδείξεις ότι οι πολιτικές ελίτ έκαναν επιλογές που εξυπηρετούσαν ένα παγκόσμιο οικονομικό κατεστημένο.

Η αρχή αυτού του πλέγματος πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων έγινε στις ΗΠΑ. Αυτό επεσήμανε στο παρελθόν ο William Pfaff όταν υπογράμμιζε ότι στις ΗΠΑ «το μοντέλο του επιχειρείν εξελίχθηκε σε μία μορφή καπιταλισμού, στα πλαίσια της οποίας τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και των κυβερνήσεων συχνά ταυτίζονται εντός ενός αδιαφανούς πλαισίου, ενώ το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να αναμορφωθεί λόγω της οικονομικής εξάρτησης και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων από τις συνεισφορές των υποστηρικτών τους… Το πολιτικο-οικονομικό σύστημα αποδείχθηκε αναποτελεσματικό και καταχρηστικό έναντι του δημόσιου συμφέροντος».

Θεσμοθετημένος ελιτισμός στην Ευρώπη

Τα παραπάνω υλοποιήθηκαν με την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο ηγετών που προέρχονται από τον τραπεζικό χώρο. Οι πολιτικές επιλογές τους ενεργοποίησαν μια αμφίδρομη διαδικασία αποαστασιοποίησης ελίτ και λαών από την κοινή πορεία που τους κατέστησε συνοδοιπόρους στην πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στη διεθνή πολιτική η ταύτιση συμφερόντων εντός ενός πολυπαραγοντικού πλαισίου αποτελεί εξαίρεση υπό το βάρος της ετερότητας.

Η όποια σύγκλιση ερμηνεύεται μεταξύ άλλων από παραμέτρους που παραπέμπουν σε επιλογές, οι οποίες συνδέονται με λογικές απόλυτων ή σχετικών κερδών. Σήμερα καταγράφεται μία μετασυμβατική κατάσταση αρμονίας συμφερόντων μεταξύ των πολιτικών ελίτ. Ο ανορθολογισμός επιλογών διαχέεται με μία οικουμενική συναντίληψη που ξεπερνά τα θέσφατα της ετερότητας ως μία πρωτο-καταστατικής μορφή διεθνούς τάξης. Οι επιλογές της ΕΕ στις σχέσεις της με περιφερειακές ή αναδυόμενες δυνάμεις εξωτερικεύουν μία σαφή αδυναμία αυτοτελούς διεθνή ρόλου.

Ιστορικά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ξεκίνησε με πρωτοβουλία των ελίτ. Σε μία πυραμιδικού χαρακτήρα αποτύπωση της ενοποιητικής διαδικασίας, η κορυφή (ελίτ) είναι διαχρονικά αυτή που αποφασίζει και αναζητά συναίνεση εκ μέρους των Ευρωπαίων πολιτών. Στο πέρασμα της ιστορίας δεν έγινε ουσιαστική διάχυση της διαδικασίας στη βάση, στους λαούς, πέραν συγκεκριμένων επιλογών που είτε προβλέπονται καταστατικά (ευρωεκλογές) ή των όποιων δημοψηφισμάτων διεξήχθησαν. Μετά την κρίση του 2005 και την αποτυχία των δημοψηφισμάτων σε Γαλλία και Ολλανδία οι πολιτικές ελίτ επέλεξαν τον ασφαλή πολιτικά και διαδικαστικά δρόμο της μη διεξαγωγής δημοψηφισμάτων. Αυτό υποδόρια αποτέλεσε την άτυπη είσοδο στην περίοδο του θεσμοθετημένου ελιτισμού.

Το στρατηγικό διακύβευμα για την Ευρώπη είναι σήμερα διττό: Πρώτον, απαιτείται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων σε ηγεσίες που δεν ικανοποιούν καταστατικές ανάγκες των πολιτών για κοινωνική δικαιοσύνη και για ανάγκη αυτοπροσδιορισμού. Πρακτικά η στροφή προς τα περισσότερο συντηρητικά ή και ακροδεξιά κόμματα συνιστά μήνυμα για επιστροφή στο “εθνικό”. Δεύτερον, επιβάλλεται η αποφυγή περαιτέρω εμπλοκής σε διεθνείς διενέξεις, κυρίως σε αυτές οι οποίες υπό το βάρος της εγγύτητας απειλούν την ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι