ΑΠΟΨΗ

Έχουν δίκιο οι Έλληνες να μην εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη;

Έχουν δίκιο οι Έλληνες να μην εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη; Γεώργιος Μπούτος

Ιστορικά, η διαφθορά εμφανίζεται σε οργανωμένες ομάδες, κοινωνίες, κράτη, οργανισμούς και εξελικτικά έχει εδραιωθεί ως κυρίαρχη και διαρκώς επιδεινούμενη μάστιγα της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει κρατική οντότητα, και πολιτικό σύστημα οποιασδήποτε απόχρωσης που να μην μαστίζεται, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, από τη λαίλαπα της διαφθοράς. Στις ανεπτυγμένες χώρες τα συστήματα καταπολέμησης του φαινομένου αποδεικνύονται ελάχιστα αποτελεσματικά και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες η διαφθορά εντοπίζεται ως Λερναία Ύδρα, μέσα στα ίδια τα συστήματα καταπολέμησής της.

Όταν η διαφθορά εδραιώνεται σε επίπεδο θεσμών, τότε οι συνέπειές της καταλήγουν ολέθριες. Στις περιπτώσεις που τα συστήματα καταστολής της αποτυγχάνουν, έσχατο καταφύγιο για τους υφιστάμενους τις συνέπειες του φαινομένου αποτελεί η προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η διαφθορά έχει εδραιωθεί στον πυρήνα της Δικαιοσύνης; Ακόμη χειρότερα, τι συμβαίνει όταν οι υπόλοιποι θεσμοί είναι ενήμεροι για τη διαφθορά στη Δικαιοσύνη και δεν αντιδρούν; Ποια είναι η τύχη τέτοιων χωρών;

Σύμφωνα με έρευνα της Public Issue τον Φεβρουάριο του 2023, το 75% των ερωτηθέντων πολιτών πιστεύει ότι οι δικαστές στη χώρα μας είναι «αρκετά ή πάρα πολύ διεφθαρμένοι» και μόνον το 2% πιστεύει πως «δεν είναι καθόλου διεφθαρμένοι». Από τον αποτυπωμένο γενικότερο κλονισμό της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στη Δικαιοσύνη, ανακύπτει μία σειρά σοβαρών ερωτημάτων:

  • Ποια μπορεί να είναι η τύχη μιας χώρας, όταν το δικαστικό της σύστημα έχει περιέλθει σε ανυποληψία;
  • Είναι τυχαίες οι συνεχείς καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;
  • Είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των ηγεσιών της Δικαιοσύνης ενδύεται μετά από τη λήξη της θητείας τους τον μανδύα του κομματικού φορέα που τους επέλεξε καταλαμβάνοντας θέσεις σε κρίσιμους κυβερνητικούς τομείς;
  • Πού να αναζητήσει καταφύγιο ο απλός πολίτης όταν διαπιστώνει καθημερινά ότι η ποινική Δικαιοσύνη από τη μία πλευρά εξαντλεί τα όρια του νόμου σε καθαρίστριες, που πλαστογράφησαν το απολυτήριο του Δημοτικού, προκειμένου να εξασφαλίσουν “μισθό” τετρακοσίων ευρώ και από την άλλη απαλλάσσει υπουργούς που διαγράφουν από τη λίστα Lagarde συγγενικά τους πρόσωπα;
  • Μήπως η καταβαράθρωση της Δικαιοσύνης είναι αποτέλεσμα του εδραιωμένου συστήματος της κομματοκρατίας;
  • Μήπως ως πολίτες έχουμε ευθύνη για την εδραίωση αυτού του συστήματος που αποτελεί την πυορροούσα πληγή της χώρας;

Ωστόσο, επειδή η “ανεξάρτητη” Δικαιοσύνη είναι ελαφρώς εξαρτημένη από το πολιτικό σύστημα της κομματοκρατίας, ανακύπτει ένα πρόσθετο μείζον ερώτημα: Όταν τα κόμματα που διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας και ευαγγελίζονται την ευημερία της αδυνατούν να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους, αφού είναι μονίμως υπερχρεωμένα λόγω κακοδιαχείρισης, είναι ποτέ δυνατόν να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους;

Μία υπόθεση διαρκούς διαφθοράς… 

Τα ανωτέρω γενικά ερωτήματα τίθενται στο πρόσφατο βιβλίο μου “Μικρό Εγχειρίδιο για τη Διαφθορά στη Δικαιοσύνη”, το οποίο έχει αφετηρία και διαρκές σημείο αναφοράς μία δικαστική υπόθεση εικοσαετούς διάρκειας ακραίας διαφθοράς στον χώρο της ποινικής και της δημοσιονομικής Δικαιοσύνης, την οποία πραγματεύεται το πρώτο βιβλίο μου “Παιχνίδι με το Σύστημα”.

Είναι αξιοσημείωτο ότι την υπόθεση αυτή, που υποβλήθηκε στη Δικαιοσύνη από Οικονομικούς Επιθεωρητές με πλήρη τεκμηρίωση, δεν χειρίσθηκε ένας μόνο δικαστής ή κάποιος ελάσσων δικαστικός σχηματισμός, ώστε η διαχείριση και η κατάληξή της να μπορεί να αποδοθούν σε έλλειψη στοιχείων, σε επιπολαιότητα αξιολόγησης, σε δικαστική αστοχία, σε περιστασιακό σφάλμα, σε εσφαλμένη νομική ερμηνεία ή σε δικαστική πλάνη. Απεναντίας, την υπόθεση χειρίστηκαν πάμπολλοι δικαστές, της ποινικής και της δημοσιονομικής Δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων διαδοχικοί πρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την περίοδο 2003 έως 2021.

Άπαντες δε, ήταν πλήρως ενήμεροι για το εύρος και την ακρότητα των παραβάσεων και την τεκμηρίωση των διαπιστώσεων του ελέγχου και για το μέγεθος της βλάβης του Δημοσίου τόσο σε οικονομικό, όσο κυρίως, σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεδομένου μάλιστα ότι οι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο της διαφθοράς δεν ήταν απλοί πολίτες αλλά επιφανή πολιτικά πρόσωπα, που προσδιορίζονται επωνύμως, τότε η αξιολόγηση της υπόθεσης αποκτά βαρύνουσα σημασία…

Καίρια ερωτήματα για την Δικαιοσύνη 

Τα ως άνω γενικά ερωτήματα είναι απότοκα των απολύτως ειδικών αμείλικτων ερωτημάτων που τίθενται στο βιβλίο αναφοράς “Παιχνίδι με το Σύστημα”, άπαντα δε ερείδονται σε αδιάσειστα δημοσιονομικά τεκμήρια. Όσα ενδεικτικά ακολουθούν αποκαλύπτουν τη Συνταγματική εκτροπή μέσω του θανάσιμου εναγκαλισμού πολιτικής και δικαστικής εξουσίας που έχει οδηγήσει σε έσχατο σημείο κατάπτωσης την ελληνική Δικαιοσύνη: Μπορεί άραγε μία χώρα να ελπίζει σε έξοδο από το τέλμα της παρακμής όταν:

  • Στελέχη του ανώτατου δημοσιονομικού δικαστηρίου και σύζυγοι αυτών, διευθυντής κυβερνητικού πολιτικού κόμματος και η σύζυγός του, υπουργός και διευθύντρια του πολιτικού του γραφείου και υιός υπουργού, λειτουργούν ως καταχραστές δημοσίου χρήματος, υπό τις “ευλογίες” του Ελεγκτικού Συνεδρίου;
  •  Το ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο, με ευτελή προσχήματα αρνείται επίμονα την εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των στοιχείων, λειτουργώντας ως συνήγορος υπεράσπισης διασπαθιστών του δημοσίου χρήματος;
  • Το ίδιο δικαστήριο αρνείται πεισματικά την επιστροφή στο Δημόσιο προκλητικά παράνομων αποζημιώσεων και “χρειάζεται” δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια (2003 – 2021), για να παραδώσει έναν ημιτελή, μεροληπτικό και σκοπίμως ατεκμηρίωτο έλεγχο;
  • Διαδοχικοί πρόεδροι του ίδιου δικαστηρίου αδιαφορούν μπροστά σε αδιάψευστα τεκμήρια παράνομων αποζημιώσεων που εισέπραξαν ακόμη και στελέχη ή σύζυγοι στελεχών αυτού;
  • Ένας διοικητικός υπάλληλος, για πρώτη φορά στα χρονικά από ιδρύσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εξαναγκάζει επί σειρά ετών το ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο σε ουσιαστική ακύρωση ή σε διαδοχικές διορθώσεις εκθέσεων κατασταλτικού ελέγχου, καταδεικνύοντας έτσι την πλήρη αναξιοπιστία του;
  • Συμβούλιο Εφετών αγνοεί προκλητικά πλήρως στοιχειοθετημένη παραπεμπτική εισαγγελική πρόταση για κατηγορηθέντες επί σωρεία κακουργηματικών πράξεων εις βάρος του Δημοσίου και εκδίδει απαλλακτικό Βούλευμα χωρίς τον παραμικρό έλεγχο του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, με μοναδικό κριτήριο την παντελώς αόριστη και ατεκμηρίωτη επίκληση της καλής πίστης;
  • Αλλεπάλληλες ηγεσίες του υπουργείου Οικονομικών, στην καλύτερη περίπτωση ολιγωρούν και στη χειρότερη, υπονομεύουν τις προσπάθειες για ανάκτηση παράνομων αποζημιώσεων;
  • Μπορεί όλα τα παραπάνω να λειτουργούν ανεξάρτητα και όχι διάλληλα;

Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που ανακύπτουν μέσα από τα τεκμήρια του χρονικού της υπόθεσης των βιβλίων.
Μελετώντας τα, μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε ασφαλείς απαντήσεις για τα παραπάνω ερωτήματα, που δυστυχώς, δεν είναι μεμονωμένα και στιγματίζουν το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και παρά την πρόσφατη επώδυνη χρεοκοπία, η ιστορία της χώρας μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Πού πάει η Ελλάδα; Πού πάμε όλοι μαζί;

Δεν πείθει η απάντηση του Αρείου Πάγου

Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη, την οποία διατύπωσε η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου: «Κατά τη σημερινή της συνεδρίαση η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, μετά από σχετική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων για το θέμα του από 7η Φεβρουαρίου 2024 ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και αφού εκτίμησε ότι είναι δυνατό να εγκατασταθεί στους πολίτες και στα κοινοτικά όργανα η εντύπωση ότι το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα υποχωρεί εξ αιτίας της διαφθοράς, που διακατέχει το σύνολο των κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαστικού σώματος, αποφάσισε κατά πλειοψηφία (49-13) τα ακόλουθα: Διαβεβαιώνει ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών, της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα, στους νόμους και στη συνείδηση τους» (ο εκπρόσωπος Τύπου του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Λυμπερόπουλος-Αρεοπαγίτης).

Πόσο πειστική μπορεί να είναι αυτή η διαβεβαίωση που παραπέμπει στη εποχή του “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”; Μπορεί μια τέτοια απόφαση να ανατρέψει την αντίληψη της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών και την κατάταξη της ελληνικής Δικαιοσύνης από το World Economic Forum στην 83η θέση μεταξύ 141 χώρων, με κριτήριο την εξάρτηση από κυβερνήσεις και εταιρικά συμφέροντα; Μάλλον, εν τέλει, αποδεικνύει και στους πλέον καλόπιστους, ότι η πραγματικότητα στη Δικαιοσύνη γίνεται όλο και πιο απογοητευτική, όλο και πιο επικίνδυνη.

Το μήνυμα της Λάουρα Κοβέσι

Ευτυχώς για την Ελλάδα, η Ευρωπαία Εισαγγελέας, Λάουρα Κοβέσι, δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις της “απόφασης” της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κατά την ακρόασή της στην Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, εξαπέλυσε σφοδρά “πυρά” κατά της κυβέρνησης για το έγκλημα των Τεμπών και την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα, ως αποτελέσματα διαφθοράς!
Είπε χαρακτηριστικά: «Πόσες τραγωδίες σαν τα Τέμπη χρειάζονται για να καταλάβουμε ότι η διαφθορά σκοτώνει;». Αντιλαμβανόμενη την κατάσταση στην Ελλάδα, ζητά από την Κομισιόν την ακύρωση του νόμου περί ανευθυνότητας των υπουργών.

Είναι εθνική ανάγκη, οι ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας να προσγειωθούν στην πραγματικότητα και να σταματήσουν να πορεύονται κωφεύουσες, εθελοτυφλούσες και αυτοθαυμαζόμενες. Όμως, και οι πολίτες έχουμε μέρος της ευθύνης. Με την κατακραυγή μας, μπορούμε να φέρουμε προ των ευθυνών τους όσους ντροπιάζουν αδίστακτα τη Δικαιοσύνη και να μετατραπεί σε πλειοψηφία η αξιόλογη μειοψηφία των Αρεοπαγιτών που αντιτάχθηκαν στην απόφαση του Αρείου Πάγου. Η Μαρία Καρυστιανού, χάραξε τον δρόμο της κοινωνικής αντιπολίτευσης. Ας τον ακολουθήσουμε. Η υπόθεση των Τεμπών και η κραυγή σύσσωμης της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να αποτελέσουν τον καταλύτη για τον διαχωρισμό πολιτικής και δικαστικής εξουσίας και την εξυγίανση της βαρέως πάσχουσας δικαιοσύνης στη χώρα μας.

 


 

Ο Γεώργιος Μπούτος είναι πρώην Οικονομικός Επιθεωρητής και Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επεξεργασίας Νομοθετικών Πράξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι