Το τρίγωνο Ελλάδα-Γερμανία-Τουρκία
09/06/2025
Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Σολτς, που έθετε έστω και ευσχήμως ή άλλως προσχηματικώς τα προαπαιτούμενα του κράτους δικαίου στις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας και την εξάλειψη των απειλών της τελευταίας σε βάρος των γειτόνων της (πχ. Ελλάδα και Κύπρος), αρνούμενος έτσι να συναινέσει στην παραχώρηση των Eurofighters, (αλλά όχι στην αναστολή ολοκληρώσεως των έξι υποβρυχίων τύπου 214), η άνοδος του Μερτς στην καγκελαρία επαναφέρει με άμεσο τρόπο την παραδοσιακή ιστορική Γερμανοτουρκική φιλία στο προσκήνιο.
Ήδη, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, δήλωσε ξεκάθαρα ότι η Γερμανία βλέπει την Τουρκία ως εξαιρετικό πολύτιμο και σημαντικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ και ότι θα κάνει ότι περνά από το χέρι του για τη διεύρυνση τω δεσμών του ΝΑΤΟ με αυτήν. Παράλληλα η Γερμανία πρωτοστάτησε για τον μην αποκλεισμό της Τουρκίας από τη συμμετοχή της αμυντικής της βιομηχανίας στα κονδύλια για την ευρωπαϊκή άμυνα. Τέλος, έχει δώσει ξεκάθαρο σήμα για την έγκριση της παράδοσης των Eurofighters στη γείτονα, που σημειωτέον φέρουν τους σημαντικούς πυραύλους Meteor που αποτελούν έως τώρα σημαντικό πλεονέκτημα των Rafale της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Οι ιστορικές και ραγδαίες γεωπολιτικές αλλαγές, που οδήγησαν τις γερμανικές ελίτ στην απόφαση να επανεξοπλιστεί η Γερμανία και να αποτελέσει τον κυρίαρχο πόλο στην Ευρώπη πέραν της οικονομίας, που μέχρι τώρα αποτελούσε το προνομιακό της πεδίο και στρατιωτικά, αφήνοντας έτσι πίσω τις μαύρες ιστορικές μνήμες του ναζιστικού τέρατος, με πρόσχημα το κατασκευασμένο αφήγημα περί μελλοντικής Ρωσικής απειλής, έφεραν στο προσκήνιο τις στενές παραδοσιακές Γερμανοτουρκικές σχέσεις χωρίς κανένα πλέον αστερίσκο.
Είναι γνωστό ότι οι Γερμανοτουρκικές σχέσεις έχουν πολύ μεγάλο ιστορικό βάθος τα δε οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Τουρκία είναι πολύ σημαντικά. Αυτές ξεκινούν από την ένωση των γερμανικών κρατιδίων και την δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Μπίσμαρκ το 1871. Από τότε, οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, που αναζητούσε ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη έναντι των ισχυρών δυνάμεων της Γαλλίας και της Βρετανίας, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που βρισκόταν σε πορεία πολιτικής και κοινωνικής αποδόμησης, απέκτησαν στρατηγικό βάθος σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Η συνεργασία τους, πέραν των αρχικών οικονομικών δραστηριοτήτων ως ισότιμων εταίρων, μετατράπηκε και σε στενή στρατιωτική συνεργασία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι στενές αυτές σχέσεις συνεχίστηκαν και μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους Νεότουρκους και στη συνέχεια με τον Κεμάλ, αφού οι Γερμανοί ανέλαβαν την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο στην τουρκική πολιτική του βίαιου εκτοπισμού και της γενοκτονίας των μη τουρκικών μειονοτήτων (Αρμενίων, Ποντίων, Ελλήνων κλπ.).
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία παρέμεινε επιτήδεια ουδέτερη, ενισχύοντας έτσι έμμεσα την προσπάθεια της χιτλερικής Γερμανίας να καταλάβει την Ευρώπη, έχοντας συστηματική επωφελή για την ίδια εμπορική συνεργασία με το ναζιστικό καθεστώς, καθ’ όλη την περίοδο ως το 1945. Μόνο τότε τυπικά κήρυξε τον πόλεμο όταν, ήδη, είχε καταρρεύσει ο ναζιστικός άξονας.
Στο οικονομικό επίπεδο, οι σχέσεις των δύο χωρών είναι στενότατες και σημαντικές καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Οι τουρκικές εξαγωγές προς τη Γερμανία φτάνουν περίπου στα 18 δις δολάρια, όντας ο σπουδαιότερος προορισμός τους, ενώ σημαντικότατες είναι οι εισαγωγές από τη Γερμανία σε μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα κ.λπ., που φτάνουν στα 23 δις δολάρια περίπου. Τέλος, μεγάλες είναι οι εισαγωγές της Τουρκίας σε οπλικά συστήματα (σημειωτέον ότι σήμερα κατασκευάζονται έξι υποβρύχια τύπου 214). Είναι χαρακτηριστικό ότι εντός της Τουρκίας λειτουργούν περί τις 8.000 γερμανικές επιχειρήσεις, ενώ εντός της Γερμανίας πάνω από 80.000 Γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο, που ξεπερνά τα 52 δις ευρώ.
Η Τουρκία και η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία
Οι εξελίξεις αυτές εντός της Ευρώπης, όπου η Τουρκία εμφανίζεται σήμερα ως ο λαμπρός σύμμαχος και πελάτης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με τη σοβαρή γεωπολιτική αναβάθμισή της από τον Τραμπ ως προς τον στρατηγικό ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και της παράλληλης στενότατης σχέσης με τη Ρωσία, δημιουργούν πλέον ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον Ελληνισμό, που βρίσκεται προ μεγάλων κινδύνων, αφού όλα αυτά τα χρόνια το σαθρό πολιτικό σύστημα της χώρας δεν φρόντισε να υλοποιήσει μια πολύπλευρη εθνική στρατηγική, με την οποία θα στόχευε στην ισχυροποίηση της αποτρεπτικής δυνατότητας της χώρας έναντι του τουρκικού επιβολέα, την ανάδειξη και την ενίσχυση της τεχνολογικής καινοτομίας στα οπλικά συστήματα που σήμερα κυριαρχούν (drones κλπ.) κάτι βέβαια, που προϋποθέτει την αποτίναξη του ρόλου του κράτους-πελάτη καθώς και τη μετατροπή της έναντι φίλων και εχθρών σε αυτόνομο κυρίαρχο κράτος.
Αυτούς τους κινδύνους για τα εθνικά μας θέματα είχε αναδείξει ο Παναγιώτης Κονδύλης από το 1993 στο επίμετρο του βιβλίου του “Θεωρία πολέμου” για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λόγω της μεγάλης γνώσης του περί του ιστορικού βάθους των Γερμανοτουρκικών δεσμών, τόνιζε τότε προφητικά ότι η εάν η Ελλάδα αναγκαζόταν να αναζητήσει οικονομικό προστάτη εντός της Ευρώπης (εννοώντας την Γερμανία), λόγω της προβλεπόμενης από τον ίδιο της οικονομικής χρεωκοπίας του παρασιτικού ελληνικού συστήματος (όπως και έγινε το 2010), τότε στην περίπτωση αυτή θα τίθεντο σε άμεσο κίνδυνο τα εθνικά μας θέματα.
Η μέχρι τώρα επίκληση των αρχών του διεθνούς δικαίου, που η ελληνική πολιτική άρχουσα τάξη στην Ελλάδα το είχε μετατρέψει σε “φετίχ” για να καλύπτει τις πλημμέλειες και τις παραλείψεις της σε κρίσιμα ζητήματα καθώς και η φανατικού τύπου συστράτευση της σημερινής κυβερνήσεως στο Ουκρανικό με την αδιανόητη αντιρωσική στάση και των φληναφημάτων της “περί σωστής πλευράς της ιστορίας” κατακρημνίζονται με πάταγο σε μία περίοδο επικράτησης του κυνικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις και της παγκόσμιας ανακατανομής ισχύος.
Η στάση της Ελλάδος απέναντι στην Τουρκία
Η Ελλάδα απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος στα πλαίσια του νεοθωμανικού οράματος του Ερντογάν λαμβάνει απρόβλεπτες διαστάσεις ενόψει αυτών των καταλυτικών παγκόσμιων νέων συσχετισμών, αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους για την ύπαρξή της και την μη φινλανδοποίησή της, που βρίσκεται προ των πυλών. Απέναντι σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, που διαμορφώνεται για τον Ελληνισμό απαιτείται μία σοβαρή, εθνική στρατηγική, η οποία θα έχει στον πυρήνα της τις πολύπλευρες σχέσεις, βάσει των καθαρά ελληνικών συμφερόντων και όχι τις μονομερείς, που υπήρχαν μέχρι σήμερα και κινδυνεύουν να ρίξουν τη χώρα στα βράχια.
Θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί, ότι βιώνουμε την παταγώδη αποτυχία της εξωτερικής μας πολιτικής, που κυριαρχείται από τον μυωπικό ετεροκαθορισμό, αν και όπως αποδεικνύεται αντιβαίνει στα εθνικά μας συμφέροντα και για αυτό απαιτείται ο πλήρης επανακαθορισμός της σήμερα που η χώρα βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, χωρίς ύπαρξη “προστατευτικών ιμάντων ασφαλείας”.
Ενώ στην προηγούμενη περίοδο, είχαν διαμορφωθεί σταδιακά οι συνθήκες επιβολής σκληρών ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά του τουρκικού ταραξία, καθώς και η μεγέθυνση της ρήξης, της τότε αμερικανικής διοίκησης απέναντι τις νεοθωμανικές πιρουέτες, η ελληνική κυβέρνηση εντελώς ακατανόητα παρείχε τη δυνατότητα στον Ερντογάν να φορέσει “την προβιά του προβάτου” και να επουλώσει έτσι τις αντιθέσεις του με τη Δύση, με αποτέλεσμα σήμερα μετά την εκλογή Τραμπ να βρίσκεται στο κέντρο των παγκόσμιων γεωπολιτικών τεκταινομένων ως παράγοντας ασφαλείας και ειρηνοποιός!
Εντυπωσιάζει πραγματικά η αφέλεια και η έλλειψη διορατικότητας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η οποία προσπαθεί εκ των υστέρων να διαμαρτυρηθεί για τη συνεργασία των δυτικών συμμάχων (με προεξάρχουσα πλέον τη Γερμανία) με τον Ερντογάν, όταν η ίδια με τη λεγόμενη “διακήρυξη των Αθηνών” προσέφερε την έξωθεν καλή μαρτυρία και το διαβατήριο για μία τέτοια συνεργασία. Ή εμφανίζονταν έως τώρα υπερήφανη για την εξωτερική της πολιτική, με το επιχείρημα ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός πρωτοστατούσε στην ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας, πρωτίστως με τον ομόλογο Πολωνό, όταν η Πολωνία ενδιαφέρεται μόνο για τον ρωσικό κίνδυνο και αγωνίζεται με κάθε τρόπο να εντάξει την Τουρκία εντός των ευρωπαϊκών διεργασιών!
Έναν αιώνα και πλέον από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης ο Ελληνισμός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης από τον τουρκικό επεκτατισμό, ανεξαρτήτως των βραχυπρόθεσμων επιθέσεων φιλίας της Τουρκίας προκειμένου να ικανοποιήσει τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της. Οι ψευδαισθήσεις, τα κακοχωνεμένα ιδεολογήματα και οι εικονικές πλάνες των κατευναστικών ελληνικών ελίτ διαχρονικά έχουν επανειλημμένα συντριβεί μπροστά στον τουρκικό επεκτατισμό.
Σήμερα απαιτείται η διεθνής ανάδειξη του τουρκικού αναθεωρητισμού, που περιλαμβάνει την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και την παραμονή 40.000 στρατιωτών, την βίαιη καταστρατήγηση των όρων της συνθήκης της Λωζάνης ως προς την Ίμβρο και τη Τένεδο και την εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την επιθετική της ρητορεία περί γαλάζιας θάλασσας, αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, σε συνδυασμό με την προσπάθεια υποκλοπής τεράστιων θαλασσίων ζωνών μέσω του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου.
Περαιτέρω, απαιτείται η ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών, η ουσιαστική και έξυπνη ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα (παλλαϊκή άμυνα) σε συνδυασμό με την άμεση ενίσχυση και λειτουργία της αμυντικής βιομηχανίας, θέματα για τα οποία υστερεί δραματικά η σημερινή κυβέρνηση. Υφίσταται δηλαδή η ανάγκη μιας οραματικής εθνικής στρατηγικής της Ελλάδος σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, που δυστυχώς παραμένει μετέωρη λόγω της ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού της χώρας και τις κατίσχυσης του φοβικού συνδρόμου.