ΑΝΑΛΥΣΗ

Ο Μιρσχάιμερ για το πού οδηγεί ο πόλεμος στην Ουκρανία – Πέμπτο Μέρος

Ο Μιρσχάιμερ για το πού οδηγεί ο πόλεμος στην Ουκρανία – Πέμπτο Μέρος, Βασίλης Στοϊλόπουλος

Στη συνέχεια του μακροσκελούς άρθρου του στο γερμανικό “Ciceroo”, ο διακεκριμένος καθηγητής Τζον Μιρσχάιμερ εξετάζει «ακόμα δύο εμπόδια για την ειρήνη: τον εθνικισμό, που έχει πλέον μετατραπεί σε υπερεθνικισμό και την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης από τη ρωσική πλευρά». Μας θυμίζει ότι «για περισσότερο από έναν αιώνα ο εθνικισμός είναι μια ισχυρή δύναμη στην Ουκρανία, και η εχθρότητα προς τη Ρωσία είναι εδώ και πολύ καιρό ένα από τα βασικά του στοιχεία».

Τα γεγονότα του 2014 «υποδαύλισαν αυτήν την εχθρότητα και οδήγησαν το ουκρανικό Κοινοβούλιο να ψηφίσει νόμο που περιόριζε τη χρήση της ρωσικής και άλλων μειονοτικών γλωσσών. Ένα βήμα που συνέβαλε στο να δοθεί το έναυσμα για τον εμφύλιο πόλεμο στο Ντονμπάς». «Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη στη Δύση, ο Πούτιν κατάλαβε ότι η Ουκρανία ήταν ξεχωριστό έθνος από τη Ρωσία και ότι η σύγκρουση μεταξύ της ουκρανικής κυβέρνησης και των εθνικά Ρώσων και ρωσόφωνων που ζούσαν στο Ντονμπάς αφορούσε το εθνικό ζήτημα».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπεραίνει ο Μιρσχάιμερ, «η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία έχει φέρει τις δύο χώρες σ’ έναν παρατεταμένο και αιματηρό πόλεμο, μετέτρεψε αυτόν τον εθνικισμό σε υπερεθνικισμό και στις δύο πλευρές. Η περιφρόνηση και το μίσος για “τον Άλλον” διαποτίζει τη ρωσική και την ουκρανική κοινωνία, δημιουργώντας ισχυρά κίνητρα για την εξάλειψη αυτής της απειλής, εάν χρειαστεί με τη βία».

Παρουσιάζει μάλιστα και δύο παραδείγματα εθνικιστικής έξαρσης στην Ουκρανία: Πρώτον: «Μία γνωστή εβδομαδιαία εφημερίδα του Κιέβου ισχυρίζεται ότι διάσημοι Ρώσοι συγγραφείς, όπως ο Μιχαήλ Λερμόντοφ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Λέων Τολστόι και ο Μπόρις Παστερνάκ είναι “δολοφόνοι, λαφυραγωγοί, αδαείς”. Δεύτερον: «Ο ρωσικός πολιτισμός, σύμφωνα με εξέχοντα Ουκρανό συγγραφέα, αντιπροσωπεύει “βαρβαρότητα, δολοφονία και καταστροφή… Αυτό είναι το πεπρωμένο του πολιτισμού του εχθρού”».

Αποκαθηλώνεται ό,τι ρωσικό

Εκτός αυτού –προσθέτει ο καθηγητής– στην Ουκρανία «εκκαθαρίζονται βιβλιοθήκες με βιβλία Ρώσων συγγραφέων, μετονομάζονται δρόμοι με ονόματα που σχετίζονται με τη Ρωσία, γκρεμίζονται αγάλματα προσωπικοτήτων, όπως η Μεγάλη Αικατερίνη, απαγορεύεται ρωσική μουσική που παρήχθη μετά το 1991, τερματίζεται ο δεσμός μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και μειώνεται στο ελάχιστο δυνατό η χρήση της ρωσικής γλώσσας. Η στάση της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία συνοψίζεται ίσως καλύτερα με το λιτό σχόλιο του Ζελένσκι: “Δεν θα συγχωρήσουμε. Δεν θα ξεχάσουμε”».

Ο Μιρσχάιμερ σημειώνει ότι ανάλογες εθνικιστικές ενέργειες συμβαίνουν και στη ρωσική πλευρά. Έτσι, «ο Anatol Lieven αναφέρει ότι  “καθημερινά εμφανίζονται στη ρωσική τηλεόραση  συκοφαντίες εθνοτικού περιεχομένου γεμάτες μίσος εναντίον Ουκρανών”». Επίσης, «δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ρώσοι εργάζονται για να ρωσοποιήσουν και να εξαφανίσουν τον ουκρανικό πολιτισμό στα εδάφη που προσαρτήθηκαν από τη Μόσχα. Σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνονται η έκδοση ρωσικών διαβατηρίων, η αλλαγή των σχολικών προγραμμάτων, η αντικατάσταση του ουκρανικού νομίσματος Griwna με το ρωσικό ρούβλι, η σκόπιμη μετονομασία βιβλιοθηκών και μουσείων, καθώς και η μετονομασία πόλεων και κοινοτήτων. Για παράδειγμα, η ουκρανική γλώσσα δεν διδάσκεται πλέον στα σχολεία του Ντόνετσκ. Προφανώς και οι Ρώσοι ούτε θα συγχωρήσουν ούτε θα ξεχάσουν».

Ο υπερεθνικισμός σε πολέμου είναι για τον Μιρσχάιμερ «αναμενόμενος, όχι μόνο επειδή οι κυβερνήσεις βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον εθνικισμό για να παρακινήσουν τους λαούς τους να υποστηρίξουν στο έπακρο τη χώρα τους, αλλά και επειδή κάνει κάθε πλευρά να απανθρωποιεί και να μισεί την άλλη, μιας και θάνατος και καταστροφή πηγαίνουν μαζί με τον  πόλεμο, ειδικά σε παρατεταμένους πολέμους». Μάλιστα, σημειώνει πως στην Ουκρανία «η σφοδρή σύγκρουση για την εθνική ταυτότητα ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά». 

Και φυσικά υπογραμμίζει ότι ο υπερεθνικισμός «περιπλέκει τα πράγματα μεταξύ των δύο πλευρών και δίνει στη Ρωσία αφορμή να καταλάβει περιοχές που κατοικούνται από Ρώσους και ρωσόφωνους. Πιθανόν, πολλοί από αυτούς θα προτιμούσαν να ζήσουν υπό ρωσική κυριαρχία, επειδή η ουκρανική κυβέρνηση είναι εχθρική με οτιδήποτε ρωσικό. Κατά τη διαδικασία προσάρτησης αυτών των περιοχών, οι Ρώσοι είναι πιθανό να εκδιώξουν μεγάλο αριθμό Ουκρανών, κυρίως επειδή φοβούνται ότι θα επαναστατήσουν κατά της ρωσικής κυριαρχίας εάν παρέμεναν. Αυτές οι εξελίξεις θα τροφοδοτήσουν περαιτέρω το μίσος μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών και θα καταστήσουν τον συμβιβασμό για την επικράτεια σχεδόν αδύνατο».

Απώλεια εμπιστοσύνης 

Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος που για τον Μιρσχάιμερ είναι ανέφικτη επί του παρόντος μια διαρκής συμφωνία ειρήνης: «Η ρωσική ηγεσία δεν εμπιστεύεται ούτε την Ουκρανία ούτε τη Δύση να διαπραγματευτεί καλή τη πίστη». Και βεβαίως «ούτε οι ηγέτες της Ουκρανίας και της Δύσης εμπιστεύονται τους Ρώσους ομολόγους τους». Προφανώς, «η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι εμφανής από όλες τις πλευρές», αλλά για τον Μιρσχάιμερ αυτή «είναι ιδιαίτερα έντονη από την πλευρά της Μόσχας, λόγω σειράς πρόσφατων αποκαλύψεων».

Γι’ αυτόν, η αιτία της απώλειας εμπιστοσύνης εντοπίζεται στην Συμφωνία Μινσκ ΙΙ του 2015 που παρείχε το πλαίσιο για τον τερματισμό της εθνοτικής σύγκρουσης στο Ντονμπάς. «Ο Γάλλος Πρόεδρος Ολάντ και η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη σύνταξη αυτού του πλαισίου, αν και είχαν εκτενείς διαβουλεύσεις τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ουκρανό πρόεδρο Ποροσένκο. Αυτά τα τέσσερα άτομα ήταν οι κύριοι παράγοντες στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν»

Ο Μιρσχάιμερ δεν έχει αμφιβολία ότι «ο Πούτιν δεσμεύτηκε για την επιτυχία της Συμφωνίας του Μινσκ. Όμως, οι Ολάντ, Μέρκελ και Ποροσένκο, όπως και ο Ζελένσκι, έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρονταν για την εφαρμογή του Μινσκ, αλλά είδαν τη συμφωνία ως ευκαιρία να δώσουν χρόνο στην Ουκρανία να εξοπλιστεί, ώστε να τελειώσουν με την εξέγερση στο Ντονμπάς». Μάλιστα, η Μέρκελ δήλωσε στην γερμανική εφημερίδα “Die Zeit” ότι «ήταν μια προσπάθεια να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία “για να γίνει ισχυρότερη”». Ομοίως, ο Ποροσένκο είπε: «Στόχος μας ήταν κατ’ αρχάς να σταματήσουμε την απειλή ή τουλάχιστον να καθυστερήσουμε τον πόλεμο, να κερδίσουμε οκτώ χρόνια για να αποκαταστήσουμε την οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργήσουμε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις».

Η ρωσική αντίδραση ήρθε, ως γνωστόν, λίγο μετά τη συνέντευξη Μέρκελ, τον Δεκέμβριο 2022. Ο Πούτιν δήλωσε: «Νόμιζα ότι οι άλλοι συμμετέχοντες σε αυτή τη συμφωνία ήταν τουλάχιστον ειλικρινείς, όμως όχι, αποδείχτηκε ότι είπαν ψέματα και σε εμάς και ήθελαν μόνο να παραγεμίσουν την Ουκρανία με όπλα και να την προετοιμάσουν για μια στρατιωτική σύγκρουση... Προφανώς, για να είμαι ειλικρινής, το αντιληφτήκαμε πολύ αργά. Ίσως θα έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει όλο αυτό [τη στρατιωτική επιχείρηση] νωρίτερα, αλλά απλώς ελπίζαμε ότι θα μπορούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Μινσκ».

Κατόπιν, γράφει ο Μιρσχάιμερ, Ο Ρώσος πρόεδρος «κατέστησε σαφές ότι η διπροσωπία της Δύσης θα περιέπλεκε τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις: “Η εμπιστοσύνη είναι σχεδόν στο μηδέν, αλλά πώς μπορούμε ακόμα να διαπραγματευόμαστε μετά από τέτοιες δηλώσεις; Και για ποιο πράγμα; Μπορούμε να έρθουμε σε συμφωνία με οποιονδήποτε και πού είναι οι εγγυήσεις;». Συνοψίζοντας το κεφαλαιώδες ζήτημα της έλλειψης εμπιστοσύνης ο καθηγητής επιμένει σταθερά πως «δεν υπάρχει σχεδόν καμία πιθανότητα να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία με μια ουσιαστική ειρηνευτική διευθέτηση. Αντίθετα, ο πόλεμος πιθανότατα θα διαρκέσει για τουλάχιστον έναν ακόμη χρόνο, και τελικά θα μετατραπεί σε μια παγωμένη σύγκρουση που θα μπορούσε να αναζωπυρωθεί ξανά».

Οι συνέπειες

Η ανάλυση του Μιρσχάιμερ συνεχίζεται με τις ολέθριες επιπτώσεις του πολέμου. «Οι σχέσεις Ρωσίας-Δύσης, για παράδειγμα, είναι πιθανό να παραμείνουν για το άμεσο μέλλον βαθιά εχθρικές και επικίνδυνες. Κάθε πλευρά θα συνεχίσει να δαιμονοποιεί την άλλη, ενώ συγχρόνως θα προσπαθεί να προκαλέσει στον αντίπαλο όσο το δυνατόν περισσότερο πόνο και ενόχληση. Αυτή η κατάσταση σίγουρα θα συνεχιστεί όσο συνεχίζονται οι μάχες. Όμως, ακόμα κι αν ο πόλεμος μετατραπεί σε παγωμένη σύγκρουση, το επίπεδο εχθρότητας μεταξύ των δύο πλευρών είναι απίθανο να αλλάξει σημαντικά».

Αναφορικά με τη Ρωσία, θεωρεί ότι «η Μόσχα θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τις υπάρχουσες ρήξεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ παράλληλα θα εργαστεί για να αποδυναμώσει τις διατλαντικές σχέσεις, καθώς και βασικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, δεδομένης α) της ζημιάς που έχει κάνει και εξακολουθεί να κάνει ο πόλεμος στην οικονομία της Ευρώπης και β) της αυξανόμενης απογοήτευσης στην Ευρώπη για την προοπτική ενός ατέρμονου πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και δεδομένων των διαφορών μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ σχετικά με το εμπόριο με την Κίνα. Η ρωσική ηγεσία θα μπορούσε να βρει πρόσφορο έδαφος για να προκαλέσει προβλήματα στη Δύση». Φυσικά, για τον αρθρογράφο είναι σαφές πως «αυτή η ανάμιξη θα αυξήσει την ρωσοφοβία στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, κάνοντας την κατάσταση ακόμα χειρότερη».

Αναφερόμενος στη Δύση, ο Μιρσχάιμερ περιμένει πως «από την πλευρά της θα διατηρήσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας και θα περιορίσει στο ελάχιστο τις οικονομικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών, προκειμένου να βλάψει τη ρωσική οικονομία. Επιπλέον, σίγουρα θα συνεργαστεί με την Ουκρανία για να υποστηρίξει εξεγέρσεις στα εδάφη που η Ρωσία έχει πάρει από την Ουκρανία. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα συνεχίσουν να ακολουθούν μια αυστηρή πολιτική περιορισμού κατά της Ρωσίας, η οποία, σύμφωνα με την άποψη πολλών, θα ενισχυθεί με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και την ανάπτυξη σημαντικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη».

Φυσικά, όπως προβλέπει ο καθηγητής, «η Δύση θα συνεχίσει να πιέζει για την ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ακόμη κι αν αυτό είναι απίθανο να συμβεί. Και τέλος, οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές ελίτ αναμφίβολα θα συνεχίσουν να εργάζονται με ενθουσιασμό για την αλλαγή του καθεστώτος στη Μόσχα και θα επιδιώξουν να φέρουν τον Πούτιν στη δικαιοσύνη για τις πράξεις του στην Ουκρανία». Εν τέλει, «οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης θα παραμείνουν όχι μόνο τοξικές, αλλά και επικίνδυνες, καθώς η πιθανότητα πυρηνικής κλιμάκωσης ή ενός πολέμου μεγάλων δυνάμεων μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ θα υπάρχει πάντοτε».


Αύριο το έκτο και τελευταίο μέρος

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι