ΑΝΑΛΥΣΗ

Ο Μιρσχάιμερ για το πού οδηγεί ο πόλεμος στην Ουκρανία – Τέταρτο Μέρος

Ο Μιρσχάιμερ για το πού οδηγεί ο πόλεμος στην Ουκρανία – Τέταρτο Μέρος, Βασίλης Στοϊλόπουλος

Στη συνέχεια του άρθρου του στο έγκριτο γερμανικό “Cicero”, ο κορυφαίος Αμερικανός καθηγητής διεθνών σχέσεων και πατέρας της “ρεαλιστικής σχολής” Τζον Μιρσχάιμερ υπενθυμίζει ότι «σύμφωνα με δυτικά δημοσιεύματα, οι ουκρανικές δυνάμεις εξαπολύουν συχνά αντεπιθέσεις κατά των ρωσικών δυνάμεων. Απλώς να θυμηθεί κανείς τα δημοσιεύματα της “Ουάσιγκτον Ποστ” στις αρχές του έτους για τις μάχες στο Μπαχμούτ».

Σύμφωνα με Ουκρανό υπολοχαγό: «Υπάρχει αυτή η ρευστή κίνηση… Οι ρωσικές επιθέσεις κατά μήκος της πρώτης γραμμής επιτρέπουν στις δυνάμεις τους να προχωρήσουν μερικές εκατοντάδες μέτρα, πριν απωθηθούν ώρες αργότερα. Είναι δύσκολο να δει κανείς ακριβώς πού είναι η γραμμή του μετώπου γιατί κινείται σαν το ζελέ». Έτσι ο καθηγητής συμπεραίνει πως αν ληφθεί υπόψη το τεράστιο ρωσικό πλεονέκτημα στο πυροβολικό «είναι πολύ πιθανό ότι η σχέση των απωλειών μεταξύ των δύο πλευρών σε αυτές τις ουκρανικές αντεπιθέσεις να αποβαίνουν υπέρ των Ρώσων – πιθανώς και σημαντικά». 

Η επόμενη διαπίστωσή του είναι πως «οι Ρώσοι δεν πραγματοποιούν –τουλάχιστον όχι συχνά– μετωπικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας με στόχο την ταχεία προέλαση και την κατάληψη εδάφους, όπου τα επιτιθέμενα στρατεύματα θα εκτεθούν σε καταστροφικά πυρά από τους Ουκρανούς υπερασπιστές». Ως παράδειγμα προβάλει τα λόγια του Ρώσου στρατηγού Σουροβίκιν που τον Οκτώβριο 2022, ως διοικητής στην Ουκρανία, εξηγούσε: «έχουμε διαφορετική στρατηγική… προφυλάσσουμε κάθε στρατιώτη και συντρίβουμε επίμονα τον προελαύνοντα εχθρό»

«Στην πραγματικότητα –πιστεύει ο Μιρσχάιμερτα ρωσικά στρατεύματα έχουν επινοήσει μια έξυπνη τακτική που μειώνει τις απώλειές τους. Η προτιμώμενη τακτική τους είναι να εξαπολύουν με μικρές μονάδες πεζικού διερευνητικές επιθέσεις εναντίον σταθερών ουκρανικών θέσεων, ωθώντας τις ουκρανικές δυνάμεις να επιτεθούν με όλμους και πυροβολικό. Με αυτή την αντίδραση οι Ρώσοι διαπιστώνουν πού βρίσκονται οι Ουκρανοί υπερασπιστές και το πυροβολικό τους. Οι Ρώσοι χρησιμοποιούν τότε το μεγάλο τους πλεονέκτημα στο πυροβολικό για να βομβαρδίσουν τους αντιπάλους τους. Κατόπιν ρωσικές μονάδες πεζικού προχωρούν μπροστά και αν συναντήσουν σοβαρή ουκρανική αντίσταση, επαναλαμβάνουν τη διαδικασία. Αυτή η τακτική εξηγεί γιατί η Ρωσία προχωρά τόσο αργά στην κατάκτηση των ουκρανικών εδαφών».

Παρόλο που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι «η Δύση μπορεί να προμηθεύει στην Ουκρανία περισσότερα πυροβόλα και βλήματα για να αντισταθμίσει έτσι το σημαντικό πλεονέκτημα της Ρωσίας σε αυτά τα σημαντικά όπλα», εντούτοις –διατείνεται ο Μιρσχάιμερ– «αυτό δεν θα συμβεί τόσο γρήγορα, διότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε οι σύμμαχοί τους έχουν την απαραίτητη βιομηχανική ικανότητα για μαζική παραγωγή πυροβόλων και βλημάτων. Και δεν μπορούν να δημιουργήσουν αυτές τις παραγωγικές ικανότητες. Πιστεύει πως «το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Δύση –τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια– είναι να συντηρήσει την υφιστάμενη ανισορροπία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά ακόμη και αυτό θα είναι δύσκολο έργο».

Καταδικασμένη να ηττηθεί

Η Ουκρανία λίγα πράγματα μπορεί να κάνει «δεδομένης της περιορισμένης ικανότητάς της να κατασκευάζει όπλα. Εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τη Δύση, όχι μόνο για το πυροβολικό, αλλά για όλα τα μεγάλα οπλικά συστήματα», σε αντίθεση με τη Ρωσία που και «στην αρχή του πολέμου διέθετε σημαντική ικανότητα κατασκευής όπλων, η οποία αναπτύχτηκε περαιτέρω από την έναρξη των μαχών.

Παραθέτει μάλιστα γι’ αυτό το θέμα πρόσφατη δήλωση του Πούτιν: «Η αμυντική μας βιομηχανία κερδίζει δυναμική κάθε μέρα. Αυξήσαμε τη στρατιωτική παραγωγή κατά 2,7 φορές τον τελευταίο χρόνο. Η παραγωγή μας των πιο σημαντικών όπλων έχει δεκαπλασιαστεί και συνεχίζει να αυξάνεται. Τα εργοστάσια δουλεύουν δύο ή τρεις βάρδιες και μερικά δουλεύουν 24 ώρες την ημέρα». Με δεδομένη την «θλιβερή κατάσταση της ουκρανικής βιομηχανίας», ο Μιρσχάιμερ εκτιμά ότι «η Ουκρανία δεν είναι σε θέση να διεξάγει μόνο με τις δικές της δυνάμεις έναν πόλεμο φθοράς. Μπορεί να το κάνει αυτό μόνο με την υποστήριξη της Δύσης. Αλλά ακόμη και τότε είναι καταδικασμένη να ηττηθεί».

Στο σημείο αυτό παραθέτει μάλιστα «μια πρόσφατη εξέλιξη που αυξάνει περαιτέρω το πλεονέκτημα ισχύος πυρός της Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας. Στον πρώτο χρόνο του πολέμου, η ρωσική πολεμική αεροπορία είχε μικρή επιρροή στα όσα συνέβαιναν στο έδαφος, κυρίως επειδή η ουκρανική αεράμυνα ήταν αποτελεσματική για να κρατήσει τα ρωσικά αεροπλάνα μακριά από τα περισσότερα πεδία μάχης. Ωστόσο, οι Ρώσοι έχουν αποδυναμώσει σοβαρά την ουκρανική αεράμυνα, έτσι ώστε η ρωσική Αεροπορία να μπορεί να επιτεθεί στις ουκρανικές χερσαίες δυνάμεις στη γραμμή ή αμέσως πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Επιπλέον, η Ρωσία έχει εξοπλιστεί και με βαριές βόμβες 500 κιλών με συσκευές καθοδήγησης που τις καθιστούν ιδιαίτερα θανατηφόρες».

Κλείνοντας το θέμα του “ισοζυγίου απωλειών” μεταξύ των εμπόλεμων ο Μιρσχάιμερ υπογραμμίζει ότι «για το άμεσο μέλλον η αναλογία απωλειών και θυμάτων θα είναι υπέρ των Ρώσων, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό σε έναν πόλεμο φθοράς. Επιπλέον, η Ρωσία είναι ικανή να διεξαγάγει έναν πόλεμο φθοράς, καθώς ο πληθυσμός της είναι πολύ μεγαλύτερος από τον πληθυσμό της Ουκρανίας. Η μοναδική ελπίδα του Κιέβου να κερδίσει τον πόλεμο είναι να καταρρεύσει η αποφασιστικότητα της Μόσχας, αλλά αυτό είναι απίθανο καθώς η ρωσική ηγεσία θεωρεί τη Δύση υπαρξιακή απειλή».

Προοπτικές για συμφωνία ειρήνης

Ο Μιρσχάιμερ δεν είναι αισιόδοξος για άμεση ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης. Πιστεύει ότι προς το παρόν αυτό δεν θα συμβεί επειδή «υπάρχουν τεράστια εμπόδια για τον τερματισμό του πολέμου σύντομα, πόσο μάλλον να κλείσει μια συμφωνία που θα φέρει διαρκή ειρήνη. Το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα είναι μια παγωμένη σύγκρουση, με αμφότερες τις πλευρές να συνεχίζουν να αναζητούν τρόπους για να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο και στην οποία να διαφαίνεται η απειλή νέων συγκρούσεων».

«Γενικά, η ειρήνη δεν είναι δυνατή γιατί η κάθε πλευρά βλέπει την άλλη ως θανάσιμη απειλή που πρέπει να ηττηθεί στο πεδίο της μάχης. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπάρχουν λίγα περιθώρια για συμβιβασμούς. Επιπλέον, υπάρχουν δύο συγκεκριμένα σημεία διαμάχης μεταξύ των αντιμαχόμενων που δεν μπορούν να επιλυθούν. Το ένα αφορά το έδαφος, το άλλο την ουκρανική ουδετερότητα. Σχεδόν όλοι οι Ουκρανοί είναι αποφασισμένοι να πάρουν πίσω όλα τα χαμένα εδάφη τους, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας». Παράλληλα διαπιστώνει ότι «η Ρωσία έχει προσαρτήσει επίσημα την Κριμαία, το Ντόνετσκ, τη Χερσώνα, το Λουχάνσκ και το Ζαπορόζιε και είναι αποφασισμένη να διατηρήσει αυτό το έδαφος. Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η Μόσχα θα προσαρτήσει, εάν μπορεί, περισσότερα ουκρανικά εδάφη».

Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο –συνεχίζει ο καθηγητής– αν προστεθεί και «ο γόρδιος δεσμός που αφορά τις σχέσεις της Ουκρανίας με τη Δύση. Για ευνόητους λόγους, η μεταπολεμική Ουκρανία επιθυμεί μια εγγύηση ασφάλειας που μόνο η Δύση μπορεί να παράσχει. Αυτό σημαίνει, είτε de facto είτε de jure, ένταξη στο ΝΑΤΟ, αφού καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να προστατεύσει την Ουκρανία». Από την άλλη, όμως, «ουσιαστικά, σχεδόν όλοι οι Ρώσοι ηγέτες απαιτούν μια ουδέτερη Ουκρανία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν στρατιωτικοί δεσμοί με τη Δύση και επομένως δεν θα υπάρχει ομπρέλα ασφαλείας για το Κίεβο. Αυτός ο τετραγωνισμός του κύκλου δεν είναι δυνατός». 


Αύριο το πέμπτο μέρος

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι