Μετά τα Βαλκάνια και πάλι στο τραπέζι με τον Ερντογάν

Η «κουτσή πάπια» και το τουρκικό ντελίριο

Η τηλεφωνική επικοινωνία Τσίπρα-Ερντογάν, η πιθανότητα συνάντησής τους στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 11 Ιουλίου και η ξαφνική δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλέτ Τσαβούσογλου περί «ειλικρίνειας του Έλληνα πρωθυπουργού που δέχθηκε πιέσεις από τη Δύση για τους οκτώ πραξικοπηματίες» επιβεβαιώνουν πληροφορίες του διπλωματικού παρασκηνίου, εδώ και εβδομάδες, για την προετοιμασία επανάληψης διαλόγου των δύο χωρών.

Η Αθήνα έχει μέγιστο συμφέρον να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους διμερούς επικοινωνίας με την Άγκυρα, καθώς αποτελούν ασφαλή μέθοδο εκτόνωσης -έστω μικρής- της έντασης στο Αιγαίο και, συμπληρωματικά, στην Κύπρο. Αποτρέπουν και την εμφάνιση αυτόκλητων ενδιαμέσων που έχουν ως προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα. Άλλωστε, παρά τους μύδρους πολλών αξιωματούχων των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας κατά του προέδρου Ερντογάν, τα υπουργεία Εξωτερικών όλων αυτών των χωρών έχουν σπεύσει να συγκροτήσουν διμερείς μηχανισμούς και ομάδες εργασίας με την Άγκυρα.

Πρωτοπόρος, ως συνήθως, η Γερμανία που διαμήνυε ότι η προβληματική σχέση Βερολίνου-Άγκυρας θα τελούσε υπό αναθεώρηση μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017. Απλώς η διαδικασία είχε ανασταλεί λόγω της πολύμηνης καθυστέρησης συγκρότησης κυβέρνησης υπό την καγκελάριο Μέρκελ και της αιφνιδιαστικής προκήρυξης εκλογών από τον Ερντογάν.

Στην παρούσα φάση, το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά τόσο τον ακριβή χρόνο επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όσο την ακριβή ατζέντα και το πλαίσιο διεξαγωγής του. Δυστυχώς, η τουρκική πλευρά όχι μόνον εμμένει στην έγερση πολλών (ανύπαρκτων) θεμάτων στο Αιγαίο, αλλά στρέφεται και προς μια στρατηγική διεύρυνσης της ατζέντας με ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε να εκβιάσει εξελίξεις που συνδέονται με τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και το Κυπριακό.

Oh, it is too heavy

Ως γνωστόν, ήδη την εποχή του Νταβός του 1987, των Ιμίων του 1996 και της Συμφωνίας της Μαδρίτης του 1997 είχαν υπάρξει κινήσεις συγκρότησης παρόμοιου «διπλωματικού πακέτου» που, ευτυχώς, δεν προωθήθηκε. Δεν στέκει νομικά και επιπλέον είναι πολύ βαρύ πολιτικά. Οι παλαιότεροι Έλληνες διπλωμάτες θυμούνται, από το 1996-97, τον τότε διευθυντή Νοτίου Ευρώπης του Στέητ Ντηπάρτμεντ Κάρεϊ Κάβανο να καθησυχάζει την Αθήνα με την έκφραση “oh, it is too heavy”, εννοώντας ότι ήταν αδύνατον να προχωρήσει ακόμα κι αν οι ΗΠΑ το επέλεγαν.

Σύμφωνα με ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, η Τουρκία είναι η μόνη πλευρά που προτιμά σήμερα το «βαρύ πακέτο», ενώ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να το θεωρούν αντιπαραγωγικό. Οι ισχυροί εταίροι της ΕΕ δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους, προτιμώντας να αξιολογήσουν τα πρώτα μηνύματα από τους (ξεχωριστούς) διαλόγους τους με την Άγκυρα.

Στο πλαίσιο πάντως της γραμμής για τη διατήρηση της Τουρκίας στη Δύση πάση θυσία, είναι ανησυχητικό ότι ορισμένοι εξ αυτών αφενός δεν αντιτίθενται στην ιδέα δικοινοτικής επιτροπής συνδιοίκησης του προγράμματος υδρογονανθράκων της Κύπρου, αφετέρου ζητούν κατανόηση στο αίτημα Ερντογάν περί επανάληψης του διαλόγου για την κατάργηση της βίζας.

Άλλαξαν πολλά από το 2016

Το παρήγορο είναι ότι η Γαλλία και η Γερμανία συμφωνούν, ανεπίσημα, πως ο διάλογος ΕΕ-Άγκυρας πρέπει να αρχίσει από μηδενική βάση, καθώς έχουν αλλάξει πολλά από τον Μάρτιο του 2016, όταν υπεγράφη η Κοινή Δήλωση για το Μεταναστευτικό. Πέραν της ατζέντας του ελληνοτουρκικού διαλόγου, τα πράγματα είναι περισσότερο ανησυχητικά ως προς το γενικότερο πλαίσιο που θα έχει διαμορφωθεί στο χρόνο επανέναρξής του.

  • Πρώτον, ο πρόεδρος Ερντογάν είναι ισχυροποιημένος μετεκλογικά, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας εξασθενημένος μετά τα διαλυτικά φαινόμενα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η συμφωνία προκαλεί ταχεία αποσταθεροποίηση!
  • Δεύτερον, ακριβώς λόγω της ευρείας δυσπιστίας έναντι της βαλκανικής πολιτικής της κυβέρνησης, δεν δικαιώνεται ο θεωρητικός στόχος να κλείσουν τα άλλα μέτωπα, ώστε η χώρα να επικεντρωθεί στον εξ Ανατολών κίνδυνο. Αντί να μειώνονται οι εστίες κινδύνου στα νώτα της Ελλάδας με τα Τίρανα και τα Σκόπια, αυξάνονται.
  • Τρίτον, δεν έχει υπάρξει σαφής ελληνική και ευρωπαϊκή απάντηση στην τουρκική πονηριά απόλυτου διαχωρισμού της συμφωνίας επανεισδοχής Ελλάδας-Τουρκίας από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το Μεταναστευτικό. Ο Ερντογάν έχει ισχυρό όπλο πίεσης κυρίως προς τη χώρα μας την ώρα που οι εταίροι (ξανα)κλείνουν τα σύνορά τους.
  • Τέταρτον, ακόμα και η τυπική έξοδος της Ελλάδας από το Μνημόνιο δεν σημαίνει αυτόματη ενδυνάμωση της διπλωματικής της θέσης. Αντιθέτως, από το 2010 ως σήμερα που η ελληνική κρίση αποτελούσε κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρωζώνη, η Τουρκία γνώριζε ότι ενδεχόμενη ακραία δράση της θα προκαλούσε οξεία αντίδραση της ΕΕ, ενώ αυτό δεν θα ισχύει μετά τις 21 Αυγούστου.

Βέβαια, όπως και τις περασμένες δεκαετίες, η εξέλιξη της πολιτικής ζωής μπορεί να ανατρέψει τα πάντα και ουσιαστικός διάλογος να μην αρχίσει ή να μην προχωρήσει. Μετά τις κυπριακές εκλογές του Φεβρουαρίου 2018 και τις τουρκικές του Ιουνίου, ίσως πλησιάζει η ώρα και των ελληνικών εκλογών.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι