Στον Μητσοτάκη ο Αλιβιζάτος, στα “αζήτητα” το πόρισμα για την αστυνομική βία
09/03/2021Συνάντηση με τον συνταγματολόγο και επικεφαλής της Eπιτροπής για την αστυνομική βία, Νίκο Αλιβιζάτο είχε το απόγευμα ο πρωθυπουργός, στον απόηχο της πολιτικής θύελλας που ξεσήκωσαν τα περιστατικά «απρόκλητης» αστυνομικής βίας, την περασμένη Κυριακή στη Νέα Σμύρνη. Ο συνταγματολόγος πήρε αποστάσεις από την κυβέρνηση, με μια αιχμητή δήλωση, ενώ φωτιά είναι και το πόρισμα της Επιτροπής στην οποία προΐσταται.
Ο πρωθυπουργός και ο γνωστός συνταγματολόγος συζήτησαν θέματα σχετικά με το ζήτημα της αντιμετώπισης των φαινομένων αστυνομικής βίας, καθώς και θέματα σχετικά με την εκπαίδευση των αστυνομικών. Οι πληροφορίες ήθελαν το Μαξίμου να είναι ενοχλημένο από τη δήλωση του κ. Αλιβιζάτου, ο οποίος ανέφερε ότι η Επιτροπή διερεύνησης περιστατικών αστυνομικής βίας που συστάθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Δεκέμβριο του 2019, ουσιαστικά δεν υπάρχει, εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος από την πλευρά των αρμόδιων κρατικών αρχών.
Με αφορμή τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, ο συνταγματολόγος μίλησε για «καθ’ όλα αυθαίρετη συμπεριφορά της ΕΛΑΣ», ενώ σε ό,τι αφορά σχόλια «για την σιωπή τής υπό την προεδρία του άτυπης Επιτροπής» υπογράμμισε ότι «μετά το γνωστό περιστατικό στο Κουκάκι (υπόθεση Ινδαρέ) δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από πλευράς των αρμόδιων κρατικών αρχών να συνεχίσει το έργο της».
Το πόρισμα Αλιβιζάτου
Ο κ. Αλιβιζάτος τόνισε επίσης ότι αυτό (δηλαδή την έλλειψη κυβερνητικού ενδιαφέροντος) κατέδειξε και η τύχη που είχε το πόρισμά της Επιτροπής προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, το οποίο στάλθηκε στις 4 Μαΐου του 2020. Στο πόρισμα αυτό, μετά από ενδελεχή και σε βάθος έρευνα είκοσι περιστατικών αστυνομικής βίας, η Επιτροπή κατέληγε σε μια σειρά συστάσεων προς τον κ. Χρυσοχοΐδη, «με πρώτη την ανάγκη απόδοσης ευθυνών σε παρεκτρεπόμενα αστυνομικά όργανα».
Στο εν λόγω πόρισμα, το οποίο κατέθεσε στην Βουλή, τον Νοέμβριο του 2020, ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Λευτέρης Οικονόμου, μετά από επερώτηση του βουλευτή Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Κωνσταντίνου Μάρκου ανέφερε μια σειρά ελλείψεων και παραβάσεων. Ανάμεσά τους η μη λήψη καταθέσεων από κρίσιμους μάρτυρες, η παράληψη εξέτασης γιατρών ιατρών που επελήφθησαν των υποθέσεων, η απροθυμία των ανακριτικών οργάνων της ΕΛΑΣ να συνεργαστούν με το Συνήγορο του Πολίτη, καθώς και η αποδοχή εντυπωσιακά ομοίων καταθέσεων από εμπλεκόμενους αστυνομικούς.
Η “Επιτροπή Αλιβιζάτου” πρότεινε τότε προς το υπουργείο την «επαναφορά ατομικών διακριτικών στις στολές όλων των αστυνομικών οργάνων, την τοποθέτηση καμερών στο εσωτερικό των αστυνομικών οχημάτων, στα κρατητήρια και στα γραφεία που διεξάγονται ανακρίσεις, την προστασία των θυμάτων αστυνομικής βίας και την αιτιολόγηση του σχεδιασμού επαρκούς επιχείρησης, ειδικά αν σε αυτή έγινε χρήση όπλων».
Πρωτοβουλία ΚΙΝΑΛ
Μεταξύ των προτάσεων ήταν και η «εξάλειψη των λόγων για τους οποίους αναστέλλεται η πρόοδος των ανακρίσεων στο πλαίσιο της ΕΛΑΣ, η συστηματική διδασκαλία του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις αστυνομικές σχολές, η άμεση συμμόρφωση προς τις καταδικαστικές αποφάσεις του Ευεωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η έκφραση συγγνώμης στα θύματα ή τις οικογένειές τους, η ενίσχυση του Συνηγόρου του Πολίτη, καθώς και η ενδεχόμενη μετατροπή της Επιτροπής από άτυπο σε νομοθετικά προβλεπόμενο ανεξάρτητο όργανο».
Καταπέλτης ήταν μάλιστα το γενικό συμπέρασμα της Επιτροπής, η οποία υπογράμμιζε ότι «η αστυνομική βία στη χώρα μας δε συνιστά ελληνική ιδιομορφία, εντούτοις ελληνική ιδιαιτερότητα συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών οργάνων». Στο σημείο αυτό, έκανε αναφορά και στις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς, τονίζοντας ότι η αστυνομική βία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο «με την ανάθεση ελεγκτικών αρμοδιοτήτων, πέρα από τα αστυνομικά, και σε άλλα ανεξάρτητα όργανα».
Το πόρισμα της Επιτροπής επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή τα συνεχιζόμενα περιστατικά αστυνομικής βίας και ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της Κυριακής, για τα οποία συνεχίζεται ήδη η σφοδρή πολιτική σύγκρουση, καθώς και οι έρευνες σε ποινικό και πειθαρχικό επίπεδο. Μάλιστα, ο Βασίλης Κεγκέρογλου, παρέδωσε στον πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα, επιστολή βουλευτών του ΚΙΝΑΛ, με την οποία ζητείται να εισαχθεί το πόρισμα προς συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, παρουσία του υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
Κόντρες υψηλών τόνων
Ο ίδιος, σε δηλώσεις που έκανε μετά την παράδοση της επιστολής κατηγόρησε τον κ. Χρυσοχοΐδη, ότι αρνείται πεισματικά να ανταποκριθεί σε αντίστοιχο αίτημα που είχαν υποβάλει βουλευτές του ΚΙΝΑΛ, στις 11 Νοεμβρίου του 2020. Τόνισε επίσης ότι αυτή η «εμμονή, αφενός εκθέτει τον υπουργό και αφετέρου ενέχει τον κίνδυνο της συνέχισης των φαινομένων αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας».
Στο πόρισμα της Επιτροπής Αλιβιζάτου αναφέρθηκε και η κυβερνητική εκπρόσωπος, η οποία υποστήριξε ότι «οι περισσότερες από τις προτάσεις, 7 στις 9, έχουν ήδη υιοθετηθεί και προχωρούν». Πρόσθεσε επίσης ότι έχει επιπλέον, «οριστεί ο Συνήγορος του Πολίτη, ως εθνικός μηχανισμός, που διερευνά τέτοια φαινόμενα» και ότι «με αυτόν τον μηχανισμό θα γίνει και αυτή η έρευνα».
Το θέμα της αστυνομικής βίας παραμένει πάντως στο προσκήνιο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταθέτουν επίκαιρες ερωτήσεις, καταλογίζοντας στην κυβέρνηση κλίμα υπόθαλψης της αυθαιρεσίας. Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιμένει στη θεωρία του “μεμονωμένου περιστατικού” για τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης και επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας τον ότι επιδιώκει την αστάθεια και τον Αλέξη Τσίπρα ότι υποκινεί τους πολίτες σε απείθια, μέσω της πρόσκλησης σε διαδηλώσεις. Το κλίμα αυτό είναι ενδεικτικό και της απάντησης που θα δώσει, την Παρασκευή στη Βουλή, ο πρωθυπουργός στην επίκαιρη ερώτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.