Η εθνική-λαϊκή ενότητα όρος για την έξοδο από την παρακμή
30/03/2024Η φαραωνικού τύπου υπερσυγκέντρωση της εξουσίας και των μηχανισμών υπεράσπισής της, για την δημιουργική και αποτελεσματική αντιμετώπισή της, απαιτεί και προϋποθέτει μια μάχιμη εθνική λαϊκή βούληση, μια στοιχειώδη παλλαϊκή ενότητα. Για το κτίσιμο μιας εθνικής παλλαϊκής ενότητας, όπως και για την έξοδο από την παρακμή σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί η συμφωνία υφισταμένων κομματικών μηχανισμών ή η συνεργασία επαγγελματιών πολιτικών, επαγγελματιών της εξουσίας.
Δεν αρκεί για την έξοδο από την παρακμή η ανασυγκρότηση “μιας πλευράς” του πολιτικού μας συστήματος, όπως τα θρυλούμενα για ανασυγκρότηση του δημοκρατικού χώρου, την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα αριθμητική υπεροχή της μητσοτακικής Νέας Δημοκρατίας και να υπάρξει ένα ισορροπημένο πολιτικό σύστημα. Πεποίθησή μου είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν υποφέρει από έλλειψη ισορροπίας.
Το πολιτικό μας σύστημα υποφέρει από έλλειψη αυτονομίας και ανεξαρτησίας στην σχέση του με την ανεξέλεγκτη οικονομική μας ολιγαρχία και την έλλειψη οργανικής σχέσης με την κοινωνία. Υποφέρει από βαθύτατη έλλειψη εμπιστοσύνης της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν νοιώθει ως σάρκα από την σάρκα της, ως φυσική της ηγεσία τα κόμματά της, ως έκφραση των αναγκών, των ελπίδων, των οραμάτων της. Διαχειριστές των πολιτικών προσανατολισμών της τα θεωρεί και μάλιστα διαχειριστές περιορισμένης ευθύνης, αποτελεσματικότητας…
Το πολιτικό μας σύστημα υποφέρει από την ανυπαρξία διαλόγου και αναξιοπιστία στην σχέση του με την επιστημονική-πανεπιστημιακή κοινότητα και τα επιστημονικά επιμελητήρια, στην σχέση του με την όποια πνευματική ηγεσία. Η μακρόχρονη προσπάθεια ελέγχου και “εργαλειοποίησης” των κοινωνικών κινημάτων γενικότερα, εκ μέρους του θεσμού του κόμματος και η πελατειακή λειτουργία στη σχέση κόμματος πολίτη, έχει βαθύτατα φθείρει το συμμετοχικό ήθος σε κάθε έκφραση συλλογικής μας ζωής. Επιβάλλεται ριζική αλλαγή στο πολιτικό μας σύστημα αυτό καθαυτό. Επιβάλλεται απελευθέρωση του πολιτικού μας συστήματος από το ολιγαρχικό σύστημα της οικονομικής και της ομογάλακτής της τηλεοπτικής εξουσίας, ώστε να καταστεί ικανό να σταθεί και να λειτουργήσει ως εκπρόσωπος της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, απέναντι στο ολιγαρχικό σύστημα οικονομικής εξουσίας.
Για την έξοδο από την παρακμή
Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό σύστημα ικανό να χαράξει υλοποιήσιμες αναπτυξιακές στρατηγικές μέσα από διαφανή διάλογο με τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα επιστημονικά επιμελητήρια, τους οργανωμένους τομείς και κλάδους της οικονομίας, να χαράξει στρατηγικές απαλλαγμένες από την διαπλοκή που ελέγχει, διαποτίζει, καθηλώνει κοινωνία και οικονομία. Επιβάλλεται η συγκρότηση ενός πολιτικού συστήματος ικανού να επαναθεμελιωθεί στην εμπιστοσύνη και τον έλεγχο της κοινωνίας, να επαναθεμελιώσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων αρχών, να επαναθεμελιώσει την ανεξαρτησία των Πανεπιστημίων και να θεμελιώσει ένα σύστημα πολιτικής ισηγορίας στα ΜΜΕ, ικανό να συγκροτήσει και να λειτουργήσει ένα αξιοσέβαστο κράτος δικαίου.
Η τρέχουσα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, ο κατεστημένος πολιτικός λόγος παραμένει απελπιστικά κλειστός σε κάθε δυνατότητα-προοπτική, δημιουργίας μιας αναγεννητικής πορείας, μιας πορείας ανασυγκρότησης κοινωνίας και οικονομίας. Τα κόμματά μας λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής ένταξης, διεκδίκησης οπαδών, ως μηχανισμοί ελέγχου και εργαλειοποίησης των κοινωνικών φορέων και κινημάτων και διεκδίκησης της τοπικής εξουσίας. Στην καλύτερη περίπτωση, ως μηχανισμοί προβολής ενός πολιτικού αφηγήματος.
Το κόμμα κοινωνική πρωτοπορία, το κόμμα ζύμη, το κόμμα εργαστήρι κοινωνικής ανάτασης, δεν υπάρχει. Το κόμμα κοινωνικής ενδυνάμωσης, το κόμμα φορέας χρήσιμης γνώσης, το κόμμα καταλύτης αναπτυξιακής κοινωνικής οργάνωσης δεν υπήρξε και δεν υπάρχει. Σε ένα τέτοιο πολιτικό κλίμα ούτε ο θεσμός του κόμματος ούτε το πολιτικό σύστημα μπορεί να αναγεννάτε στην σχέση του με την κοινωνία.
Η ελληνική Δεξιά
Η μεταπολεμική διπολική διαίρεση του κόσμου και ο ρόλος των “μητροπολιτικών υπερδυνάμεων” στην διασφάλιση και αναπαραγωγή της “πιστής –ορθόδοξης” πολιτικής- ιδεολογικής εξάρτησης των ακολούθων και “προστατευομένων τους” πολιτικών δυνάμεων και κρατών, επηρέασε καθοριστικά τις εξελίξεις και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ιδιαίτερα η μετεμφυλιακή Ελλάδα υπέστη στον ύψιστο βαθμό τις επιρροές του επιβληθέντος παγκόσμιου διπολικού συστήματος.
Η συρρίκνωση του ιδεολογικού πυρήνα της ελληνικής Δεξιάς σε έναν στείρο αντικομουνισμό, σφράγισε την πολιτική, την πνευματική μας ζωή, ακόμα και στην πρόσληψη και την διδασκαλία της ιστορίας. Δεν επέτρεψε στην ελληνική Δεξιά να καλλιεργηθεί και να καλλιεργήσει, να ζυμωθεί και να ζυμώσει μια πολιτισμική ηγεμονία και το σημαντικότερο, μια πολιτισμική ηγεμονία στηριγμένη σε γηγενείς αξιακές και πολιτισμικές παραδόσεις. Η επίκληση της ιστορικής μας συνέχειας, και της σύνθεσής της, κλασική Ελλάδα, Βυζάντιο, 1821, όσο και το τρίπτυχο “πατρίς- θρησκεία- οικογένεια”, παρέμειναν νεκρά φαρισαϊκά ιδεολογήματα, χωρίς ανταπόκριση στο επίπεδο της ζωντανής ενορίας και της ζωντανής κοινότητας.
Χωρίς αναζήτηση αντικρίσματος στην ηθική και την αισθητική της πράξης και της σκέψης, στην οργάνωση της καθημερινής ζωής και του πολιτισμού της. Κατά συνέπεια οι δύο αυτοί θεμελιακοί θεσμοί της κοινωνικής συνοχής και συμμετοχικής ζωής του Ελληνισμού, στην ιστορική του πορεία, η ενορία και η κοινότητα, αφέθηκαν στην παρακμή και κατέληξαν κενά περιεχομένου κελύφη. Η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή ελληνική Δεξιά, παρότι εξέρχεται “νικήτρια” από τον εμφύλιο, παρά την πολιτική της κυριαρχία, δεν κατέστη πολιτισμικά ηγεμονική.
Η ελληνική Αριστερά
Η παραδοσιακή ελληνική Αριστερά ηττημένη, διωκόμενη και με τις δικές αδυναμίες δεν μπορούσε να καταστεί πολιτισμικά ηγεμονική. Παρότι χρησιμοποίησε τον τίτλο και το λογότυπο του “Επτανήσιου” Ριζοσπάστη, δεν συνδέθηκε, δεν αξιοποίησε την Επτανησιακή ριζοσπαστική παράδοση…δεν αξιοποίησε την πλούσια κοινοτική παράδοση…. Ο διεθνισμός της, η στάση της σε ζητήματα όπως το Μικρασιατικό και το Μακεδονικό, αποτέλεσαν βασικά εμπόδια.
Ο ετεροκαθόρισμός της, ή o επίμονα προβαλλόμενος ετεροκαθορισμός της, από το “δικό της” μητροπολιτικό κέντρο, ο εμφύλιος της, (εσωτερικού- εξωτερικού) και οι συνεχείς διασπάσεις της, δεν της επέτρεψαν να κεφαλαιοποιήσει την προσφορά της στην Εθνική Αντίσταση. Ως ΕΔΑ, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, στις εκλογές του 1958, εννιά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, καθίσταται αξιωματική αντιπολίτευση δείχνοντας ότι διατηρούσε βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία.
Τραγικές εκφράσεις των επιπτώσεων της κρίσης του πολιτικό μας συστήματος στην ζωή και την πορεία της χώρας είναι για παράδειγμα: Η αδυναμία να συγκροτούμε μακρόπνοες ευρύτατα αποδεκτές εθνικές στρατηγικές, από την έρευνα μέχρι την παιδεία και την παραγωγική μας εξειδίκευση. Η αδυναμία μας να συγκροτήσουμε έναν πραγματικό “Εθνικό Συλλογικό Νού”, ένα καθολικής παραδοχής Κέντρο Στρατηγικών Μελετών, ένα “Εθνικό Συμβούλιο εξωτερικής πολιτικής άμυνας και ανάπτυξης”. Ένα όργανο προφανώς αναγκαιότερο και ουσιαστικότερο από το σημερινό υποβαθμισμένο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής.
Άλλη τραγική έκφραση αυτής της κρίσης είναι η αδυναμία του εκπαιδευτικού μας συστήματος να διασφαλίσει έναν ευρύτερα αποδεκτό τρόπο διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας, ή έναν σοβαρό τρόπο πλουραλιστικής- πολύ-μεθοδικής προσέγγισής της και διδασκαλίας της. Η τραγική αδυναμία μας να καταλήξουμε στο ποια υπήρξε η ταυτότητα του 1821.
Παλιές αμαρτίες και νέες ανάγκες
Αναγκαία η υπέρβαση των εμφυλιοπολεμικών τραυμάτων και της μετεμφυλιακής υποτέλειας. Είναι προφανές ότι επιβάλλεται η απαλλαγή της κοινωνίας μας από τις πληγές του εμφυλίου και τις τραγικές επιπτώσεις του. Ζητούμενο δεν είναι η λήθη του παρελθόντος. Αντίθετα, ζητούμενο και αναγκαία προϋπόθεση για ένα νέο ξεκίνημα είναι η συνειδητοποίηση της ιστορίας μας. Η υπέρβαση των εμφυλιοπολεμικών τραυμάτων δεν σημαίνει λήθη. Η αδυναμία κινητοποίησης, συσπείρωσης του λαού μας σε αναγκαίους στόχους και πολιτικές, ανασυγκρότησης καταλήγει στην απαράδεκτη εκ μέρους των κομμάτων καταφυγή στις πληγές του παρελθόντος.
Όταν ο Καζαντζάκης μας έλεγε «Δεν με νοιάζει σε ποια πλευρά του λόφου πολέμησες. Με νοιάζει με πόση ανιδιοτέλεια ήσουν έτοιμος να προσφέρεις και την τελευταία σταγόνα από το αίμα σου», δεν μας καλούσε σε λήθη του τραυματικού μας παρελθόντος, μας καλούσε σε μια ηθική και εθνο-ενωτική υπέρβασή του. Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης μας προσέφερε τους υπέροχους στίχους και την υπέροχη μουσική στο έργο του “Το όνειρο… Δυο γιούς είχες μανούλα μου” δεν μας καλούσε ούτε σε λήθη ούτε σε συμβιβασμό με την συνείδησή μας. Μας καλούσε να βρούμε ένα έντιμο τρόπο να απελευθερωθούμε από την κατάρα του διχασμού.
Είναι προφανές ότι ένα πολιτικό σύστημα που δεν μπόρεσε να αποφύγει τον εμφύλιο, ούτε να επουλώσει και να υπερβεί τις πληγές του, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την θέση που ανήκε στην χώρα, στο στρατόπεδο των νικητών του Β! Παγκόσμιου πολέμου, να απαιτήσει μερίδιο από τους καρπούς της νίκης, την οποία υπηρέτησε με ηρωισμό και πότισε με πολύ αίμα. Δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την Ένωση με την Κύπρο… Δεν θα μπορούσε να απαιτήσει τις Γερμανικές αποζημιώσεις… Δεν θα μπορούσε να οδηγήσει την χώρα στην ανασυγκρότηση με ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια.
Τελικά το πολιτικό μας σύστημα οδηγήθηκε και μας οδήγησε σε μια αδελφοφαγική συνέχεια του εμφυλίου, κατάλοιπα της οποίας ζήσαμε ακόμα και στις πρόσφατες εκλογές. Το πολιτικό μας σύστημα δεν κατόρθωσε να στήσει ένα φιλόνομο κράτος, ένα κράτος αξιοκρατίας, και δικαιοσύνης. Παρά τις υποσχέσεις για την επανίδρυση του. Αυτό το πολιτικό σύστημα που κατέληξε στην μνημονική εξάρτηση της χώρας, υπό τους συμμάχους, υπό τους πάλαι ποτέ προστάτες, πάλαι ποτέ δανειστές, διαχρονικούς προστάτες της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, νικητές του πρώτου και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, δεν μπορεί να οδηγήσει την χώρα στην έξοδο από την παρακμή.
Αναγκαίο ένα νέο πολιτικό σύστημα
Τα πολιτικά μας κόμματα ως συνιστώσες αυτού του συστήματος δεν λειτούργησαν και δεν λειτουργούν ούτε ως αξιοσέβαστες εθνικές και κοινωνικές πρωτοπορίες, ούτε ως αξιοσέβαστοι αποτελεσματικοί διαχειριστές. Χρόνια τώρα στις επαναλαμβανόμενες μετρήσεις της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στους θεσμούς, τα πολιτικά κόμματα σταθερά βρίσκονται στο τελευταίο σκαλί της εμπιστοσύνης των πολιτών. Το πολιτικό μας σύστημα, από γεννησιμιού του, δεν καθιστά την κοινωνία ενεργό συμμέτοχο στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων. Δεν προτρέπει, δεν ενθαρρύνει και τελικά δεν επιβραβεύει την ανιδιοτελή συμμετοχή στα κοινά. Αντίθετα, ενθαρρύνει, επιβραβεύει την πελατειακή σχέση και την διαπλοκή.
Είναι προφανές ότι ένα “νέο πολιτικό σύστημα”, απελευθερωμένο από την οικονομική ολιγαρχία, μη τιθασευόμενο από το ομογάλακτο της οικονομικής ολιγαρχίας ολιγοπώλιο των ΜΜΕ, σε οργανική σύνδεση με την κοινωνία, σε μια στρατηγική επιστροφής «στην ιερή Γή μας, στον μικρό αλλά και μέγα λαό μας», είναι αναγκαίο για την έξοδο από την παρακμή. Ένα πολιτικό σύστημα σε διαρκή, θεσμοθετημένο διάλογο με τα οργανωμένα κοινωνικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα, την επιστημονική κοινότητα, τους φορείς της, σε διάλογο και συνεργασία με έναν απελευθερωμένο από “το κόμμα” σύγχρονο, συνδικαλιστικό, συνεταιριστικό και αυτοδιοικητικό κίνημα, είναι αναγκαίο για την έξοδο από την παρακμή. Για ένα τέτοιο πολιτικό κίνημα χρειάζεται και ένα νέου τύπου κόμμα.
Αυτό το έργο αναγέννησης του θεσμού του κόμματος, και του συνόλου του πολιτικού συστήματος, του συμμετοχικού ήθους και πολιτισμού, δεν μπορεί ούτε να το αναλάβει ούτε να το φέρει σε πέρας ένας κομματικός φορέας. Είτε αυτός είναι νέος είτε παλιός. Χρειάζεται ένα πνευματικό- πολιτισμικό κίνημα ικανό να διαποτίζει αναγεννητικά ολόκληρο το πολιτικό μας φάσμα και να εμπνέει την κοινωνία.
(Για την αδυναμία του “πολιτικού κέντρου”, την νέα πολιτική- συμμετοχική κουλτούρα, για τις αναγκαίες θεμελιακές αρχές αναγέννησης του θεσμού του κόμματος και του πολιτικού μας συστήματος, πολύ σύντομα θα καταθέσουμε την άποψή μας).